Χαστούκια, σφαλιάρες.

Μόλις μου είπε έτσι τον άρχισα στο μπουφλίδ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό πριόνι.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις αν θα ξανακλέψεις σταφύλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάσου, περίμενε.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις τι θα πάθεις ανεπρόκοπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω

Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.

  1. Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.

  2. Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά χρησιμοποιείται για τη γυναίκα που αρέσκεται σε στοματικό σεξ, όχι απαραίτητα με τον νόμιμο σύντροφό της, με χαρακτηριστική κατάποση-απόκρυψη εντός της στοματικής κοιλότητας και του ανώτερου τμήματος του οισοφάγου ολόκληρου του πέους. Η όλη πράξη συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο πνιγμονής.

  2. Κατά μια μεταφορική έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά για την πονηρή, πανούργα γυναίκα που δε θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει και αυτό τον τρόπο για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς της.

  1. "Πω πω ρε Βλάση με πέθανε η Λίτσα χτες βράδυ, τι τσιμπουκοπνίχτρα αδερφάκι μου!"

  2. Του'φαγε του γέρου όλη την περιουσία η τσιμπουκοπνίχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σιγανοπαπαδιά, η χαμηλοβλεπούσα που θα πετύχει αθόρυβα το σκοπό της, εκδίδοντας και το σώμα της αν χρειαστεί, και θα σου φέρει και μια μαχαιριά πισώπλατα άμα της δοθεί δυνατότητα.

-Είδες; Με δυο πτυχία και διδακτορικό του'φαγε του Γιώργου τη θέση του διευθυντή η ψωλοπιπίτσα.
- Σου φαίνεται περίεργο; Αφού όλο του πέταγε τις βυζάρες της στη μούρη του αφεντικού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μεταφορική έννοια όταν ο άλλος σε εκνευρίζει γιατί κάνει το άσπρο-μαύρο.

Απορώ γιατί δεν καταλαβαίνει οτι δεν πάμε με άσπρα ρούχα σε κηδείες. Τι να πω ρε παιδί μου; Ή στραβή είναι η πούτσα μου ή στραβός ο κώλος του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ αδύναμος, μισοπεθαμένος.

Κοίτα από τα πολλά φάρμακα έγινε νταντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει παρόμοια έννοια με αυτή της ''τσιμπουκοπνίχτρας'', της γυναίκας που κάνει ασύστολο σεξ ή/και έχει πρόστυχη ψυχή.

Με τα κουνήματα και τις πίπες του την έφαγε τη θέση η ψωλογλείφτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακό φαγητό από σιτάρι και κρέας που βράζεται σε μεγάλο καζάνι όλη τη νύχτα μέχρι να γίνει μια πολτώδης μάζα. Συνήθως γίνεται παραμονή κάποιας εορτής σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα από ναΐσκο. Στα παλαιότερα χρόνια ήταν μια καλή ευκαιρία, ειδικά για τους φτωχούς, να φάνε δωρεάν κρέας. Σήμερα το έθιμο έχει εκφυλιστεί και πολλοί πηγαίνουν με μεγάλες κατσαρόλες να πάρουν κισκέκι και ξεχνούν να ανάψουν έστω ένα κερί...

- Έλα κυρα-Μαρίτσα σου'φερα κισκέκ' απ' τη γιορτή της Αγίας Πελαγίας.
- Να'σαι καλά γιόκα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified