Στα καλιαρντά το κουλάρω σημαίνει αφοδεύω, καθώς προέρχεται από τη λέξη κουλό (= σκατό).

Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα. (= χέζω την παρουσία σου, αδιαφορώ για σένα, σε έχω χεσμένο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή προϋποθέτει την απώλεια μιας αρχικής ισορροπίας που εξασφάλιζε την ψυχική μου ηρεμία. Έρχομαι στα ίσα μου λοιπόν όταν επιστρέφω σε αυτήν την ισορροπία.

Μονολεκτικός τύπος: ισιώνω.

  1. - Πώς είσαι ρε; Τι γίνεται με όλες αυτές τις δουλειές που έχεις μπλέξει;
    - Εντάξει μωρέ, την παλεύω... Ευτυχώς είχα μια εβδομάδα ρεπό και ήρθα κάπως στα ίσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το ιταλικό rifare [=αντισταθμίζω ζημιές]): Ξανακερδίζω ό,τι έχασα, σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση. Μεταφορικά σημαίνει ότι έρχομαι στα ίσα μου, ότι γίνομαι πάτσι, ότι ανταποδίδω μια χάρη ή εκπληρώνω μια υποχρέωση.

  1. - Η Βραζιλία τώρα θέλει να νικήσει για να ρεφάρει την ταπεινωτική ήττα απ’ την Αργεντινή.

  2. - Τι γίνεται ρε μαλάκα; Έχουμε κανέναν μήνα να συναντηθούμε, έτσι την πουλάς την παρέα;
    - Τι λες ρε, απλώς έχω κάτι δουλειές και έχω γαμηθεί στο τρέξιμο! Θα ρεφάρω από βδομάδα που θα είμαι πιο χαλαρός... Ετοίμασε τις μπύρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα ιταλικής προέλευσης (ίσως από το pace [=ειρήνη] και την έκφραση siamo pace [=είμαστε ισόπαλοι]). Είναι συνώνυμο του επιρρήματος ίσα, υπονοώντας όμως ότι αυτή η ισορροπία έρχεται σαν ισοστάθμιση, εξίσωση ή ανταπόδοση.

Συναντάται στον λόγο είτε μόνο του, είτε με τα ρήματα είμαι, γίνομαι, έρχομαι σχηματίζοντας εκφράσεις που έχουν και μονολεκτικό τύπο πατσίζω.

  1. - Λοιπόν, από τα δύο χιλιάδες εγώ παίρνω χίλια ευρώ, κρατάω και από τα δικά σου τα τριακόσια που μου χρωστάς και σου δίνω εφτακόσια. Είμαστε πάτσι;
    - Πάτσι.

  2. - Λοιπόν, έχουμε χάσει ήδη δυο παιχνίδια. Σοβαρευτείτε στα επόμενα δύο μπας και πατσίσουμε, γιατί βλέπω να μας παίρνουν και τα σώβρακα αν συνεχίσουμε έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό scan, σημαίνει κυριολεκτικά ότι περνάω κάτι από το scanner για να το μετατρέψω σε αρχείο εικόνας του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μεταφορικά σημαίνει ότι κοιτάζω κάποιον προσεκτικά, από την κορυφή ως τα νύχια.

  1. - Μια χάρη θέλω, μπορείς να μου στείλεις τις παρτιτούρες του Μότσαρτ με e-mail γιατί τις χρειάζομαι σήμερα;
    - ΟΚ, κάτσε να τις σκανάρω και θα σου τις στείλω σε κάνα μισάωρο.

  2. - Τι γίνεται ρε; Πέρασα κάτω από το σπίτι σου και κάτι τύποι με σκανάρανε κανονικά... Ασφαλίτες είναι;
    - Α, δεν το ξέρεις; Έχουμε μια τρελή στο ισόγειο που υποτίθεται ότι είναι βασικός μάρτυρας στη δίκη για τον ΕΛΑ. Την προστατεύουνε λοιπόν από τους ανύπαρκτους τρομοκράτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την περίοδο των εννιά ημερών που απαιτείται προκειμένου να συνέλθει ο κώλος από το πρωκτικό σεξ. Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει κάτι ψευδές ή ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.

  1. - Το άκουσες αυτό με τον Ασκητή;
    - Ποιον, τον βουλευτή-πουτσολόγο;
    - Ναι... Παίρνει τηλέφωνο μια στην εκπομπή του και του ζητάει τη συμβουλή του για το αν είναι καλό να κάνει πρωκτικό σεξ με τον άντρα της. Τότε ο Ασκητής της απαντάει ότι δεν κάνει κακό αν γίνεται με προσοχή, και της συστήνει μετά αποχή εννιά ημερών για να συνέλθει ο κώλος της! Οπότε μετά παίρνει τηλέφωνο ένας ξεκάρφωτος και του λέει: "Γιατρέ, αυτά είναι του κώλου τα εννιάμερα;;"
    - Χάχα!! Καλό!

  2. - Ακούς; Διάβασα στο Metal Hammer ότι ο τραγουδιστής των Phantom Lord παραδίδει μαθήματα τραγουδιού...
    - Καλά, του κώλου τα εννιάμερα...

Μετά το 8.00 (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας

  1. - Πάμε για μπάσκετ;
    - Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»

  3. - Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
    - Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!

Ο σερ Μπιθικώτσης, ο αριστοκράτης μάγκας! (από Cunning Linguist, 26/02/09)(από Cunning Linguist, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος των μποντιμπιλντεράδων που έχει γίνει γνωστός και στο ευρύτερο κοινό. Σημαίνει ότι μετά από μια περίοδο προσπάθειας να αυξήσω την μυική μου μάζα (βλέπε είμαι στον όγκο) τώρα προσπαθώ με κατάλληλη διατροφή και πρόγραμμα άσκησης να χάσω όσο λίπος μπορώ, προκειμένου να αναδειχτούν οι μύες που απέκτησα.

Κλασσική περίοδος γράμμωσης για τους μποντιμπιλντεράδες είναι πριν τους αγώνες. Για τους κοινούς θνητούς πάλι είναι το καλοκαίρι, λόγω παραλίας και κοντομάνικων...

- Πάμε να φάμε κανένα βρώμικο;
- Τι λες ρε, ξέχνα το! Είμαι στη γράμμωση τώρα και τρώω μόνο πρωτεΐνη... Να, έχω μαζί μου ένα ταπεράκι με αυγά βραστά, θες ένα;
- Άσε, να λείπει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος προσπαθεί να μας εξαπάτησει ή να μας δουλέψει, όμως εμείς δεν ψαρώνουμε γιατί είμαστε πιο έξυπνοι και δουλεύουμε εμείς τους άλλους και όχι το ανάποδο... Όταν αυτός πήγαινε, εμείς γυρίζαμε, τον πουλάμε και τον αγοράζουμε, όχι να μας πουλήσει και παραμύθι ο βλακάκος!

- Ρε τον γελοίο, πήγε να μου πουλήσει το σαράβαλό του για καινούριο...
- Και τι έγινε;
- Ε, τον πήρα γραμμή αμέσως τι ματσαράγκας είναι... Στην πουτάνα πουτανιές δεν χωρούνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω.

  1. - Τι γίνεται με τον πιανίστα, αρχίσατε τις πρόβες;
    - Αγγούρια... Αν και τα είχαμε συμφωνήσει πριν έναν μήνα, τώρα που τον παίρνω τηλέφωνο να κανονίσουμε μου κάνει νερά...

  2. (από το διαδίκτυο) Πληγωμένο κυκλάμινο από Αθήνα.
    Δημήτρη τον τελευταίο καιρό το αγόρι μου έχει αρχίσει να κάνει νερά, μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν τον πειράζει αν πάω με άλλον άντρα αρκεί να το ξέρει.

βλ. και μουαρέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified