Αυτός που «πιάνει», δηλαδή αυτός που έχει πέραση, έχει εμπορική απήχηση, είναι trendy κτλ. Τα σκουπίδια της μαζικής κουλτούρας έχουν δώσει σε αυτόν τον χαρακτηρισμό μια αρνητική χροιά, όμως οτιδήποτε πιασάρικο δεν είναι απαραιτήτως και κακό ποιοτικά.

  1. - Ώχου μωρέ, Γιουροβίζιον και παπαριές μανίτσα μου! Έχω βαρεθεί με όλα αυτά τα ξέκωλα και τα πιασάρικα τραγουδάκια τους!
    - «Θέλω ζόρικα ντουέτα, Τζίμι Χέντριξ Βαμβακάρης, κι όχι αδελφές Κατσάμπα, να περνάει η ζωή μας τζάμπα»! Καλά τα έλεγε ο Πανούσης...

  2. - Καλά, έγραψα ένα κομματάκι γαμάτο! Progressive, αλλά με κάτι σημεία πολύ πιασάρικα!

  3. - Πολύ πιασάρικα τα σκίτσα σου Άγγελε!
    - ... (αμηχανία, γιατί δεν ξέρει αν αυτό είναι καλό ή κακό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν μεταθέτουμε κάτι στο μέλλον (στον καιρό του), γιατί είμαστε χαλαρά τώρα και πού να τρέχουμε... Πολλές φορές τελικά καταλήγουμε να το προγραμματίζουμε για του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

  1. - Έχω υποσχεθεί και στον Σπύρο να συναντηθούμε, αλλά στον καιρό... Τώρα δεν έχω όρεξη.

  2. - Πότε θα πας παιδί μου στη σχολή να παρακολουθήσεις κανένα μάθημα;
    - Στον καιρό μάνα, στον καιρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φράση έχω αέρα σημαίνει ότι έχω περιθώριο, έχω μια άνεση, έχω καβάντζα. Πώς έλεγε ο Χίτλερ το: «Χρειαζόμαστε περισσότερο αέρα για να να αναπνεύσουμε»; Με το ίδιο σκεπτικό και αυτή η φράση φαντάζομαι. Συναφές νόημα έχει και η φράση δίνω αέρα, δηλαδή δίνω κάτι παραπάνω (παράδειγμα στο αρχείο ήχου).

Υπάρχει επίσης και η φράση φεύγει/περνάει αέρας, δηλαδή ότι κάτι περνάει ή τελειώνει χωρίς να το καταλάβω καν.

  1. - Πόσα θα πάρεις μαζί σου στις διακοπές;
    - Καμιά εξακοσαριά ευρώ... Όχι ότι θα ξοδέψω τόσα πολλά, έτσι για να έχω αέρα.

  2. - Πάλι μου τελείωσαν οι πρωτεΐνες για το γυμναστήριο ρε γαμώτο... Ολόκληρος κουβάς κι έφυγε αέρας!
    - Και αποτελέσματα δεν βλέπω... Βρε μπας και σε πιάνουν κότσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει μεγάλη μπάκα ή μπυροκοιλιά, η οποία προκαλεί μια εντύπωση γενικότερης παρακμής (εξ' ου και το πρώτο συνθετικό σαπιο-).

- Τι γίνεται ρε μαλάκα Νίκο, όλο στο κομπιούτερ κάθεσαι και έχεις κάνει μια μπάκα γάμησέ τα!
- Τι μιλάς εσύ ρε σαπιοκοιλιά; Καλύτερος είσαι νομίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν στέκομαι σούζα/προσοχή μπροστά σε κάποιον και δεν τηρώ στάση υποταγής, αλλά του φέρνω αντιρρήσεις ή είμαι θρασύς απέναντί του.

- Πάμε να παίξουμε κάνα μπιλιάρδο να σου σκίσω τον πάτο;
- Τι μου κουνιέσαι μωρή αδερφή, αφού θα χάσεις πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική εκφοβιστική έκφραση μαλάκα Έλληνα που θεωρεί πως κάτι είναι και πουλάει ιστορία λες κι έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια.
Φοριέται πολύ σε ηλικίες άνω των σαράντα, οπότε το εν λόγω άτομο έχει φτάσει πια στο απόγειο της δόξας/ισχύος/σοφίας του και δεν ανέχεται να του κουνηθεί κανείς και να εκφράσει διαφορετικές απόψεις, πόσο μάλλον να μην συμμορφωθεί στις προσταγές του.

Στο αρχείο ήχου, κλασική φάρσα του Φουσέκη, χαρακτηριστική μιας τέτοιας ακριβώς νοοτροπίας.

- Λυπάμαι κύριε αλλά δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω αυτή τη στιγμή.
- Όχι, θα με εξυπηρετήσεις! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι σμήναρχος στην Αεροπορία και όλοι οι φαντάροι μου στέκονται σούζα εμένα!
- Ε καλά, μιας και είστε στην αεροπορία πάρτε τον πούλο τώρα κι ελάτε ξανά αύριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που λέει λόγια του αέρα, πουλάει ιστορία, πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ο φιδέμπορας.

- Άσε, μίλησα με τον υπεύθυνο της Άρπα-Κόλλα records και μου είπε ότι γουστάρει πολύ το συγκρότημά μας και θα μας προωθήσει παντού!
- Ναι καλά, περίμενε... Μεγάλος αεριτζής ο τύπος, σε όλους τις ίδιες παρλαπίπες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνθηματική ονομασία για την τσόντα. Τέλεια επιλογή για ξεκάρφωμα η Αλέκα, μιας και το όνομά της μόνο στο σεξ δεν παραπέμπει!

Από το φοβερό επεισόδιο των «Απαράδεκτων», όπου ο Σπύρος ζητάει «την Παπαρήγα την καλή» σε άσχετο υπάλληλο του βιντεοκλάμπ και παίρνει βιντεοκασέτα με τη συντρόφισσα! (βλέπε και το σχετικό βίντεο)

- Ρε συ Βαγγελάκη, το απόγευμα που θά' ρθεις φέρε μου και την Παπαρήγα την καλή...
- Εντάξει, θα σου φέρω τον εξωτερικό σκληρό και πάρε όποια Παπαρήγα θέλεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γνωστό το κόλλημα των ΚουΚουέδων με το κόμμα τους, όπως επίσης η ιεραρχία μέσα στο κόμμα, η αυστηρή κομματική γραμμή, τα ΚΝΑΤ, η καθημερινή ανάγνωση του Ριζοσπάστη και η ιδιόμορφη κομμουνιστική διάλεκτος με κατάχρηση λέξεων όπως προβοκάτσια, λούμπεν προλεταριάτο, πάλη των τάξεων κτλ.

Οι παραπάνω υπερβολές συνοψίζονται στην έκφραση: το πολύ το ΚΚ κάνει το παιδί μαλάκα, που τελικά κατέληξε να σημαίνει ότι η εκτροπή από το μέτρο δεν είναι καλό πράγμα («παν μέτρον άριστον» ή «μηδέν άγαν», όπως έλεγε και ο Χίλων, ή αλλιώς: είπαν του ζουρλού να χέσει, κάθισε και ξεκωλιάστηκε).

Η έκφραση αυτή αποτελεί παράφραση μιας άλλης παλιότερης που διακήρυσσε πως «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα». Το τάκα-τάκα ήταν ένα παιχνίδι με δύο πλαστικές μπάλες δεμένες σε ένα κορδόνι, πολύ πορωτικό για το παιδί που το έπαιζε και πολύ σπασαρχίδικο γι' αυτός που άκουγαν τον δυνατό του ήχο με τις ώρες.

Υπάρχει βέβαια και η απολιτική εκδοχή της έκφρασης, που εστιάζει στο αχαλίνωτο ψωλοβρόντι: το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

  1. - Λοιπόν, θα έρθεις να παίξουμε κανένα παιχνιδάκι στο κομπιούτερ;
    - Όχι, αυτά είναι κατασκευάσματα της καπιταλιστικής προπαγάνδας για να αποκοιμιέται το λούμπεν προλεταριάτο. Είναι το νέο όπιο του λαού, κι εσύ που μου ζητάς τέτοια πράγματα δεν είσαι παρά νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης!
    - Α καλάαα... Το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα!

  2. - Τι παπάρας είναι αυτός ο Στάθης να πούμε, όλο βλακείες κάνει...
    - Ε, το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, δεν το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το παραδοσιακό μποντιμπιλντεράδικο γυμναστήριο, όπου μαζεύονται οι hard-core του είδους για να φάνε σίδερο να μασήσουνε ατσάλι. Εννοείται ότι η πλειοψηφία είναι σβάρτσοι και ότι το σιδεράδικο είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου ευδοκιμούν οι απαγορευμένες ουσίες (αναβολικά). Καμία σχέση με ομαδικά προγράμματα αερόμπικ και τα συναφή.

  1. (απ' το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, στις 11/05/2008)
    «Όλοι αυτοί οι υπερμυώδεις γίγαντες, [...] έχουν περιοριστεί σε μερικά μόνο τετραγωνικά. Και όχι ότι δεν υπάρχουν. Απλώς, αυτούς τους συναντάς περισσότερο στα «σιδεράδικα», τα κατ' εξοχήν γυμναστήρια body building, με τους φουσκωτούς άντρες που νομίζεις ότι θα σε κάνουν κιμά έτσι και σε ζουλήξουν.»

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Μα γιατί προσπαθούμε πάντοτε οι Έλληνες να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου;
    Εδώ το ένα σιδεράδικο γυμναστήριο στην Ελλάδα κλείνει πίσω απ' τ' άλλο γιατί δεν έχει κόσμο, ένα σωϊκό μαγαζί με συμπληρώματα δεν υπάρχει, ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ΟΙ ΓΥΜΝΑΣΤΕΣ ΔΕ ΞΕΡΟΥΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ, και λες και είμαστε η χώρα που έχει βγάλει καμιά δεκαριά Mr. Olympia, έχουμε 500 ομοσπονδίες για το Bodybuilding!
    Νισάφι πια!»

Σχετικό: σιδεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified