Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το χοντρό μου: κατουράω, (για άντρες) αρμέγω τη σαύρα μου.

- Δεν σταματάς λίγο το αυτοκίνητο να κάνω μια επίσκεψη στα χωράφια;
- Γιατί, τι έγινε;
- Ε, θέλω να κάνω το ψιλό μου, τι λες να έγινε δηλαδή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το ψιλό μου: ενεργούμαι, κάνω τα κακά μου, ρίχνω ένα χέσιμο βρε αδερφέ!

- Πολύ αργεί ο μαλάκας ο Νίκος... Τόσην ώρα στην τουαλέτα είναι; Άντε και πρέπει να φύγουμε!
- Ε, θα κάνει το χοντρό του φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεμίζω λεφτά. Παλιά έκφραση, από τότε που τα τάλιρα (δηλαδή τα πεντοχίλιαρα) όχι μόνο δεν είχαν αντικατασταθεί από τα ευρώ, αλλά είχαν και κάποια αξία. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ειρωνικά.

  1. Ρε παράτα τη σχολή κι έλα ν' ανοίξουμε κανένα σουβλατζίδικο να χεστούμε στο τάλιρο!

  2. - Πλήρωσε ρε τσιφούταρε, τόσα λεφτά έχεις!
    - Ναι, τι να σου πω, χεσμένος είμαι στο τάλιρο!

(από Khan, 13/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι τις αρνητικές συνέπειες (κούραση, απογοήτευση κτλ.) μιας κατάστασης.

  1. Δεν ξαναγίνομαι administrator, να τρώω όλο το σκατό.
    (από το τραγουδάκι «Δεν ξαναγίνομαι administrator» του Anomaloss, που κυκλοφορεί στο ίντερνετ)

  2. - Τέλος οι μαλακίες... Τόσα χρόνια έφαγα το σκατό, αλλά επιτέλους έγινα φιλόλογος!
    - Μπράβο μαλάκα, θα χεστείς στο τάλιρο τώρα...

  3. (από εδώ)
    «Μπούχτισα στη μιζέρια και τη γκρίνια εδώ πέρα. Βαρέθηκα να κάνω το μαλάκα, να διοχετεύω την ενέργεια μου σε άκυρες φαντασιώσεις και να τρώω καθημερινά όλο αυτό το σκατό στη μάπα. Να πρέπει να γλείψω, να τσακωθώ, να λαδώσω και να μαχαιρώσω πισώπλατα για να κάνω τη δουλειά μου με άθλιες προϋποθέσεις και εξευτελιστικές αμοιβές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να πάω στην τουαλέτα και να κάνω το χοντρό μου. Μεταφορικά σημαίνει ότι έχω ανησυχία, ανυπομονησία, βιασύνη, αγωνία για κάτι.

Συνώνυμα: κωλοπιλάλα, κωλοσφιξούρα.

  1. - Ωχ μαλάκα μ' έχει πιάσει κόψιμο και δεν κρατιέμαι! Σταμάτα όπου βρεις να πάω στα χωράφια και να ρίξω ένα ποιμενικό!

  2. - Με ρώταγε ο Τάσος πότε θα συναντηθούμε, να του δείξεις και πώς δουλεύει το Cubase...
    - Μπα, τι λες, τόσα χρόνια μας γράφει και τώρα που έχει ανάγκη τον έπιασε κόψιμο να μας δει;

Ενώ άλλοτε εκτρέπεται σε πιο χεβιμέταλ καταστάσεις. (από Khan, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει διάφορες αρνητικές σημασίες όπως: είμαι κουρασμένος, βρίσκομαι σε χαώδη κατάσταση, είμαι λιώμα, είμαι κομμάτια, δεν την παλεύω.

  1. - Από τις έξι το πρωί είμαι στο πόδι κι έχω βαρέσει διάλυση...

  2. - Πήγα προχθές στο σπίτι του Τάσου και μιλάμε ήταν σαν βομβαρδισμένο! Μέχρι και τα άδεια κουτάκια μπύρας που πίναμε πριν ένα μήνα βρήκα!
    - Έχει βαρέσει διάλυση ο τύπος, έτσι;

  3. - Έλα, πάμε για ένα ποτάκι ακόμα!
    - Άσε με ρε μαλάκα, από το πρωί πίνουμε, έχω βαρέσει διάλυση! Πάω σπίτι να πιω το γαλατάκι μου και να την πέσω για ύπνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να σχολιάσει μια δύσκολη κατάσταση. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο του για να σχολιάσει τα προλεγόμενα, οπότε είναι συνώνυμο με το κρίμα...

  1. - Καλά ρε γκαντέμη, ακόμα δεν πρόλαβες να τσιλιμπουρδήσεις και σε πήρε γραμμή η γκόμενά σου; Τι πίκρα είναι αυτή!...

  2. - Έχω μείνει άφραγκος, οι μαλάκες καθυστερούν να με πληρώσουν κι εγώ πρέπει να πληρώσω ένα σωρό λογαριασμούς...
    - Πίκρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος πρέπει όχι μόνο να θέλει και να ζητάει κάτι, αλλά και να το αξίζει. Βεβαίως η κατάρτιση κριτηρίων αξιολόγησης της επιδεξιότητας των κώλων παραμένει ως σήμερα άλυτο πρόβλημα...

- Τι ήθελα και τη δεχόμουν αυτή τη δουλειά; Δεν μπορώ να βγάλω άκρη και η προθεσμία τελειώνει... Όχι τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά ο τύπος προσφέρει τρελά λεφτά κι εγώ θα τα χάσω...
- Τι να κάνουμε Νικολάκη, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους!

Σου \'πεσε κοπελιά... (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Βλέπω (στα καλιαρντά). Συνώνυμα είναι τα κουέλω και κέλω.

Επίσης:

δικελτό, το = μάτι
δικελτού, η = ματιά
ντικ! = χρησιμοποιείται ως προστακτική του δικέλω (= κοίτα!)

- ... και μου αβέλει μια κουραβέλτα... Δίκελα το Γκοντότεκνο σολντό!
(= ...και μου έριξε ένα γαμήσι... Είδα τον Χριστό φαντάρο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατά την αιματοχυσία): Το ξέρασμα.

- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified