Λιώνω στα ξύδια, με το σκεπτικό ότι έχω μεθύσει τόσο πολύ που κάνω έκτροπα, εξ ου και το ξεβράκωμα...
- Άσε, πήγαμε χθες σε ένα τσιπουράδικο με κάτι γκομενίτσες και γίναμε λιώμα...
- Ήπιαν και οι γκόμενες ή μαλακίες;
- Αφού ξεβρακωθήκαμε σου λέω όλοι...
- Ρε είδα στην τηλεόραση τον κιθαρίστα της Βίσση να παίζει σόλο αυτοσχεδιασμό και ο τύπος έπαιζε παπάδες!
- Ε, δεν το ήξερες ότι οι περισσότεροι στα σκυλάδικα είναι παιχταράδες; Απλώς μπλέκουν τα σκυλιά με τους ροκάδες γιατί αλλιώς θα τρώγανε παπάδες, που λέει και ο Γιοκαρίνης...
Εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό.
- ...και τότε μου στέλνει μήνυμα ο Τάσος ότι με γουστάρει!
- Έλα ρε Γιώργο, σοβαρά; Κι εσύ τι έκανες;
- Τι να κάνω, έμεινα μαλάκας! Κοίτα ρε που το γύρισε κι ο Τασούλης!
Ο κολλιτσίδας, δηλαδή ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει πάνω σου σαν βδέλλα και σου ζαλίζει τ' αρχίδια αδιάκοπα και ασταμάτητα. Όσο και να προσπαθείς ευγενικά να του ξεφύγεις, ματαιοπονείς: ή θα τσακωθείς μαζί του μέχρι να σε αφήσει στην ησυχία σου, ή θα μάθεις να ζεις με αυτόν.
- Τι είναι αυτός ρε;; Κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου ζαλίζει τα αυτιά με βλακείες! Άσε που όλο με ρωτάει τι θα κάνω το βράδυ, και να κανονίσουμε, και να βγούμε όλοι μαζί, και μπούρου-μπούρου μαλακίες... Έλεος πια!
- Τι να σου πω, έμπλεξες με κολλώδη τύπο... Ρίχτου κανένα μπινελίκι, αλλιώς δεν πρόκειται να σε αφήσει σε ησυχία!
Κατά το χαμούρεμα ή το παιχνίδι με μια γκόμενα, όταν κάποιος όντας άσχημα καυλωμένος έχει μουσκέψει κάπως το εσώρουχό του, χωρίς όμως να τελειώσει. Με λίγα λόγια, από την καύλα σταλάζει... Συνώνυμο του ξεροχύνω.
- Άσε ρε φίλε, με τρέλανε η γκόμενα! Έπαιζε για μια ώρα, στο τέλος με φίλησε κιόλας... Είχα κάτι καύλες γάμησέ τα... Στάλαζα σου λέω!
Απορρίπτω, φτύνω κάποιον. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω άκυρο.
- Τι έγινε ρε με το γκομενάκι που σε είχε πάρει τηλέφωνο; Βγήκατε;
- Άσε ρε, μου έριξε άκυρο! Λέει ότι δεν μπορεί γιατί το πήρε χαμπάρι ο γκόμενός της και παπαριές μανίτσα μου...
- Τι έγινε με αυτήν από τη δουλειά σου που γουστάρεις; Της είπες να βγείτε;
- Όχι ρε, φοβάμαι μην φάω άκυρο...
Το γαλλικό φιλί (δηλαδή με γλώσσα) ανάμεσα σε τρία άτομα. Τα εν λόγω άτομα μπορεί είτε να γουστάρουν να φιλήσουν όλοι/-ες όλους/-ες, είτε προσπαθώντας τα δύο άτομα να φιλήσουν το τρίτο (π.χ. δύο άντρες να φιλήσουν ταυτόχρονα μια γυναίκα), μπερδεύουν γλώσσες και γενικότερα τα μπούτια τους...
Α - Τι λιώσιμο ήτανε αυτό μέσα στην θάλασσα ρέεεε!
Β - Ρε μαλάκα, σε μια φάση πάω να φιλήσω την γκόμενα μαζί με αυτόν και έγινε τριπλογλώσσι!
Α - Αφού ρεμαλάκα είχαμε μπλέξει τα μπούτια μας, σκάγανε και τα κύματα πάνω μας και τον είχαμε δαγκώσει...
Β - Κι εγώ που νόμιζα τόσον καιρό ότι δεν γίνονται τέτοια σκηνικά...!
Γ - Γιατί, εγώ που είχα μαστουρώσει στην ξαπλώστρα κι έβλεπα ελέφαντες;;