Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified