Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified