Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αριστεροφιλελές, αναρχοφιλελές

Εναλλακτικές ταμπέλες για τους φιλελέφτ.

Πρόκειται για συνομοταξία φιλελέδων με αριστερές ανησυχίες (αντικληρικοί, ελευθεριακοί, διεθνιστές, φουντικοί, φίλοι των ΛΟΑΤ) και δεξιές τσέπες (υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ιδιωτικής περιουσίας, πολέμιοι του κολεκτιβισμού και σφόδρα αντικρά). Προξενούν αποτροπιασμό σε κάθε συντηρητικό, δεξιό τε και αριστερό.

Αριστεροφιλελέδες ή αναρχοφιλελέδες θα βρείτε εκεί που γαμιένται τα αναρχίδια με τσι βλαχοφιλελέρες.

Libertarian anarchists που λένε και στο χωριό μου.

1.
Δεν ήμουν ποτε ΣΥΡΙΖΑ! Κινούμαι στο χωρο της αριστεροκεντροδεξιάς! Είμαι αυτό που λέμε Αριστεροφιλελές!

2.

Σέβομαι την Ορθόδοξη παράδοση ως συγκροτητική της εθνοκρατικής υπόστασης και με αηδιάζουν οι αριστεροφιλελέ φραστικές χυδαιότητες κατά των ''τραγοπαπάδων'', του ''παπαδαριού'' κλπ.
(από το φουμπού)

3.
Ο αναρχοφιλελές παππούς κυνηγά την κοπέλα-κορμοράνο!

4.
Φιλελευθερισμος ή φορομπηξια εγραφε ενας αναρχοφιλελες σε τοιχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη απόδοση του αγγλικάνικου ρήματος to vape, το να φουμάρω δηλαδής ηλεκτρονικό τσιγάρο (άκα ατμοποιητή).

Οι ατμιστές ηλεκτρονικών καβλιτζεκίωνε έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια υποτυπώδη αργκό. Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (πυκνότητα του ατμού). Ο «βαθμός ευφορίας» που τους προκαλεί μια τζούρα (πόσο έντονα δηλαδή νοιώθουν οι ατμιστές στα σωθικά τους αυτό που αισθανόταν ως καπνιστές) αποκαλείται χτύπημα (σ.ς.: παπάρια μάντολες). Κι άλλα, εισέτι αχαρτογράφητα (βλ. π.χ. εδώ).

1.
6 τσιγάρα σε 25 ημέρες. Αυτή είναι η απάντησή μου στο χαρτί Α4 που (μου) κόλλησαν στο καπνιστήριο με τίτλο «Απαγορεύεται το άτμισμα» οι αγανακτισμένοι καπνιστές. Αγανακτισμένοι, γιατί όπως κι εγώ πριν από κάνα μήνα, αδυνατούσα να δεχθώ ότι μπορείς να κόψεις (ή να μειώσεις τέλος πάντων) το κάπνισμα με ένα USB Stick που αντί για ΜΒ κουβαλάει πάνω του υγρή νικοτίνη.

2.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΤΜΙΣΤΗΣ; ΚΛΙΚ ΕΔΩ

3.
Φιλε Κωστα αυτη τη στιγμη ατμιζω μια καλοφτιαγμενη μηλοπιτα που πιστεψε με μονο ασχημη αισθηση δεν μου αφηνει...αλλωστε τι ειναι αυτο που να μπορει να αφησει πιο απαισια αισθηση στα πνευμονια απο τον καπνο του τσιγαρου;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Το καψίδι έχει συχνά ολέθριες συνέπειες, sans plaque: άλλοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο πληκτρολόγιο μετά από 72 ώρες συνεχούς Diablo, άλλοι βιάζουν και σκοτώνουν την μάνα τους όταν αυτή επιχειρεί να τους πάρει το Call of Duty.

1.
- φοιτητής έφυγε απο την ζωή, εξαιτίας της φλεβικής θρόμβωσης που προκλήθηκε απο μεγάλο χρονικό διάστημα ακινησίας ενώ έπαιζε συνεχόμενα επί δώδεκα
- Αντε ρε, τόσες ώρες καψίδι στο Football manager και δεν έχω πάθει τίποτα! Φήμες! Αμα ήταν έτσι κάθε κυριακή που στήναμε Pro θα είχαμε μακελειό!

2. χαχαχα!!!! από και κλείεται!!! κάθε καρυδιάς καψίδι θα συναντήσεις σ' αυτη τη χώρα...

3. Εμείς τουλάχιστον flaggάρουμε,παίρνουμε θέση,και αποδεχόμαστε και την όποια κριτική-καζούρα. Εσύ τρελίτσα-πλακίτσα και κανά 2-3-5 ωρίτσες καψίδι στο Diablo

4.
- http://www.se-eida.com/ η αρχικη ιδεα του φανζιν athens voice στο ιντερνετ
- τρελό καψίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.

  1. Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο!

  2. Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο!

  3. - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε;
    - 'Αστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified