Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.
Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.
Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.
Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.
Got a better definition? Add it!
Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».
Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.
Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».
Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!
- Έχει κανα ξύδι;
- Μπα, ξερός είμαι.
Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!
Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.
Got a better definition? Add it!