Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.
  (Στο πάρκο):
  
  – Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
  – Δυο και δέκα.
  – Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
  – Κωστή.
  – Από 'δω είσαι;
  – Όχι, απ' το Βόλο.
  – Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
  – Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
  – Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
  – Σ' ένα ξάδερφό μου.
  – Φοιτητής είσαι;
  – Ναι.
  – Έχεις φιλενάδα;
  – Όχι.
  – Θές να κάνω τίποτα εγώ;
  – Ά εκεί το πας; 
  – Μόνο του πάει...
  – Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
  – Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!