Further tags

Η αποθήκη κλοπιμαίων ή ναρκωτικών.

Πλέον η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αντικείμενο/-α τα οποία απέκτησε κάποιος τσάμπα ή με «ύποπτο» τρόπο.

- Γαμάτος αναπτήρας! Πού τον βρήκες ρε λαμόγιο;
- Είναι καβάντζα από ένα ξενοδοχείο όπου έμεινα το καλοκαίρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη της τουαλέτας.

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Τον πείραξε το σουβλάκι που έφαγε και τώρα είναι στη χέστρα.

Καζανάκι απαραιτήτως - θα μας γαμήσει όλους ο Σπύρος. (;) (από Galadriel, 23/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το οποιοδήποτε μικρό σε μέγεθος αντικείμενο που, για κάποιον λόγο, μας την έχει σπάσει λίγο. Πολύ παλιά έκφραση.

  2. Το ανδρικό μόριο.

  1. - Έχασα μισή ώρα να ψάχνω αυτό το κολοκύθι...
    - Και πού ήταν;
    - Στη θέση του.

  2. Χθες ο πατέρας σου είχε πει και λύσσαξε να δείξει το κολοκύθι του σε όλη την ταβέρνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το δυνατό και με κορυφαίες επιδόσεις αυτοκίνητο.

- Αποφάσισα τι αμάξι θα αγοράσω.
- Ποιο;
- Τη BMW την Μ3.
- Πώ πω φίλε, φοβερό εργαλείο θα πάρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.

- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στο στρατό που δεν έχει κάθισμα. Καθόλου ανατομικές και πολύ βρώμικες!

Χτές έχασα το πρώτο ημίχρονο του αγώνα γιατι είχα αγγαρεία και καθάριζα τις τούρκικες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ζέσταμα φαγητού και το έχουν μαζί τους οι στρατιώτες όταν βγαίνουν για ασκήσεις εκτός στρατοπέδου.

Καθαρίστε τις καραβάνες σας γιατι αύριο θα βγείτε για άσκηση και θα διανυκτερεύσετε.

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στον πληθυντικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε τι μικρό σε μέγεθος, σφαιρικό, γυαλιστερό, μονόχρωμο.

  1. Την έπιασε μανία φέτος τα Χριστούγεννα και γέμισε όλο το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια.

  2. -Τι σκατά είναι αυτά τα μπιρμπιλόνια στο φαγητό ρε Ελένη;
    -Κόκκοι κέδρου, αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό.

Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.

- Ρε σειρά τι βαθμό έχει αυτός ο αξιωματικός;
- Δεν ξέρω, μέτρα τις σαρδέλες και θα καταλάβεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified