Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για τον φαλλό, το μεγάλο πέος. (Δες). Κυρίως σημαίνει: α) ουρά ζώου, β) χερούλι, γ) είδος βλαβερού εντόμου, δ) γλώσσα φωτιάς, ε) ράβδο, και μεταφορικώς τον φαλλό. Συνδέονται ετυμολογικώς οι λέξεις κερκίδα και Κερκόπορτα (=ουραία πίσω πόρτα).
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος, ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι; (Ηρώδας, Μιμίαμβοι).
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογείται από το τουρκικό matrak = ρόπαλο < αραβικό مطرقة (matrakah = ξυλόσφυρο). Δοκίμως είναι είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή. Μεταφορικώς σημαίνει το πέος.
Άρχισε να τη βαράει με τον ματρακά του.
Got a better definition? Add it!