Further tags

κομπλέξω, κόμπλεξε

"Ου μπλέξω με κομπλέξο..." (εδώ)
Αν έχεις κόμπλεξε (=κόμπλεξ), δηλαδή συμπλέγματα, τότε είσαι κομπλεξάρα, κομπλεξω/κομπλέξο, κομπλέξας, κόμπλεξος.

κομπλέξω


  1. -Να θυμίσουμε στους επίδοξους φλωροΟΠΛΑτζήδες, πως μετά τον Μελιγαλά ήρθε ο Γράμμος. Οπότε, δεν το γυρνάτε στο ΕΑΜ ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΜΠΕΜΠΑ ΜΠΛΑΝΣ;
    -ψοφα μωρη φουσκα απο σκατα λιλυ μαρλεν χουντικια τζεμις μποντ σιγα που σε φοβηθηκαμε μαλακισμενη αστερω λιποθυμη σαχλη κομπλεξω

  2. Κομπλεξω Γερμανίδα δημοσιογράφος. Μόλις της είπα griechenland παραλίγο να κλασει. Σα να ειπα απο το κωλοχωρι της πουτανας της μάνας της

  3. πιες κανα λέξο μωρη κομπλέξο και βγες και λίγο έξω (εδώ)

  4. ο άντρας που τρώει σκάλωμα γιατί κάποια στιγμή δεν του έκατσες, ξεπρνάει κ την πιο κομπλέξο γκόμενα.

κόμπλεξε (= κόμπλεξ)


  1. ομορφα ειναι πιο Χαλλλλαρα (οπως λενε κι εδω) κι ειναι καλλοι ανθρωποι γενικα. Αν ειχαν κ λιγοτερο κομπλεξε με την Αθηνα ... (εδώ)

  2. Η Λέντλε Τζουλινόβικα δεν έχει κανένα κόμπλεξε και τα πετάει όλα για το Playboy της πατρίδας της. Η Λετονή καλλονή αρέσκεται στα άγρια... γκάζια! (εδώ)

κομπλέξας (= κομπλεξικός)


  1. ωραίες οι συμβουλές που δίνετε για τις σχέσεις αν και παραμένετε φορ έβερ αλόουν κομπλέξες με ιντίμασι ίσιουζ

  2. Ο,τι ανεβάζω ειναι κλεμμένο πέρα απ τις πιπες μου. Πως σας φάνηκε; θα με κανετε ανφολο; κομπλέξες και καλα εσείς με τη φαιά ουσία του πεου.

  3. μαλάκες κομπλέξες 5 παρά το πρωί και ασχολείστε με πολιτικά, σαν κνίτες και "η επανάσταση δε μπεριμένει" κάνετε

  4. Αυτό που κάποιες το παίζετε χοντρές ενώ δεν είστε, για να σας λέμε συνέχεια πως είστε μια χαρά, σας δείχνει τέρμα κομπλέξες να ξέρετε.

  5. κ δεν φτάνει που είστε κομπλέξες του κερατά κ το παίζετε κ καμπόσοι, βρήκατε κ το πιο άκυρο μέσο να λέτε τις μαλακίες σας. το τουίτερ.

  6. Και για να μην ξεχνάτε πριν κρίνετε μερικοί οι γαύροι είναι τόσο κομπλέξες που έχουν στήσει μέχρι και το γυναικείο βόλλευ και μπάσκετ #paobc

  7. Ποιος να κράζει; Οι κομπλέξες εδώ μέσα; Κλάϊν Μάϊν

κομπλεξάρα


  1. - Όλες θέλουν ο άλλος να τον έχει μεγάλο, χοντρό, όμορφο, σκληρό και δεν κοιτάνε που το μουνί τους είναι σα μελιτζάνα παπουτσάκι που άρπαξε.
    - Ρε φιλε μονο ενας κομπλεξικος, τελειωμενος μισογυνης θα σκεφτοταν κατι τετοιο, για ψαξτο λιγακι
    - μια ανοργασμικη κομπλεξαρα με αποτετοιο μπαμια ειναι αγαπη μου γαμησετονα μωρε

  2. Σιγά μωρε κομπλεξάρα γειτόνισσα, τι μου κλείνεις τις κουρτίνες; Επειδη δλδ βγάλαμε το τηλεσκόπιο στο μπαλκόνι;;

-Δες περίπτωση Βαρουφάκη που τους ενοχλεί ακόμη και το ότι έχει αυτοπεποίθηση και το δείχνει. Τόσο κομπλεξάρες!

κόμπλεξος


-Συμφωνω...και παντα θα υπαρχουν οι κομπλεξοι σε πολλες μορφες. αλλα ..ο καθενας τελικα κοιταει την δικη του μαχη κριμα παντως (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθετη λέξη: μπάτσος + οξυζενέ.
Απότελεί απαξιωτικό χαρακτηρισμό για γυναίκες τηλεδημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ, με κοινό χαρακτηριστικό το ξανθο βαμμένο μαλλί, όπου κάθε "ρεπορτάζ" που παρουσιάζουν είναι απλά το αντίστοιχο δελτίο τύπου της αστυνομίας με αλλαγμένα τα λογια.

- «Τα ΜΑΤ καθόντουσαν ήσυχα-ήσυχα σε μια γωνία πίνοντας το φραπέ τους, όταν γεροντάκια διαδηλωτές τους πλησίασαν, και άρχισαν να τους πουλάνε τσαμπουκά, βρίζοντας και απειλώντας...
Οπότε, όπως αντιλαμβάνεστε και εσείς, αγαπητοί τηλεθεατές, δεν υπήρχε άλλη λύση απο την (περιορισμένη) ρίψη ξύλου, χημικών και 14 προσαγωγές».
- Άκου ρε τί ψέμματα λέει η ξεφτιλισμένη... Και θέλει να λέγεται και ρεπόρτερ.. Αλλαξε σε παρακαλώ το κανάλι να μη την ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.

βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς

-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας + Μαλάκας

-Μας τα 'πρηξε πάλι ο βαλάκας ο Μάνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.

- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τύπος που κοντά του δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς, μόνο να τον ακούς. Συνήθως τον πετυχαίνεις στα σκυλάδικα να χορεύει ζεϊμπέκικο με το τσιγάρο στο στόμα και του βαράνε όλοι παλαμάκια και οι γκόμενες σχίζουν για πάρτη του κυλότες. Κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει αλλά όλοι οφείλουν να ξέρουν πότε χέζει, και άλλες παρεμφερούς εμβέλειας πληροφορίες, γιατί είναι κοσμική περσόνα.

- Κική, κοίτα αυτόν το γκόμενο που σηκώθηκε να χορέψει τη ζεμπεκιά. Λιώνω! Τον θέλω!
- Χμμ, σιγά τον παρταρχίδια! Κάθε φορά που παίζει αυτό το σκυλοτράγουδο στις πίστες τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν θέλει ιδιαίτερη φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει. Είναι μια πολύ αεράτη -σχεδόν καλοκαιρινή- εκδοχή του μαλάκα.

- Κοίτα την καινούρια μου μοτοσυκλέτα.
- Πω πω μαλένγχξ...

(Ισοδύναμο με το να έλεγε: «Πω ρε μαλάκα μου, γαμάει η μηχανή. Και ταξιδιάρικη και μουράτη.. . Αλήθεια μου τη δίνεις να την πάω μία βόλτα; Θα βγάλεις και μουνί με αυτήν, θα δείς». Ναι, αλλά το καλοκαίρι με το 45άρι βαριέσαι να λες όλες αυτές τις παπαριές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχος χαρακτηρισμός που ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις μπουχέσας και λεβιές. Αναφέρεται αποκλειστικά σε αρσενικά άβουλα όντα (συνήθως διψασμένα για κολπικά ύγρά) τα οποία δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε μια γυναίκα και καταλήγουν συνήθως όταν βρουν κάποια, να προσκολλώνται και να υποτάσσονται πλήρως σ' αυτή, ακολουθώντας πειθήνια τις επιλογές-προσταγές της. Πρόκειται επομένως για συνομοταξία ανδρών, άξια βασανιστικού και συμβολικού θανάτου (πνιγμός σε πισίνα με κολπικά υγρά).

- Τον βλέπεις βρε αχαΐρευτε τον Πέτρο τι ωραία που συμπεριφέρεται στην κοπέλα του;
- Χέσε μας ρε Τασία! Αφού μιλάμε για μπουχεσολεβιέ ολκής!

Βλέπε και βρακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως αρχιδάμπουρας ή αρχιδαμός. Είναι μια πιο χαριτωμενιάρικη και αέρινη βερσιόν της λέξης σπαζαρχί, καθώς σου γεμίζει το στόμα χάρη στα ποικίλα σύμφωνα τα οποία την καθιστούν εύηχη.

Αρχέλαος: - Άσε... Πλέον ο Φραγκίσκος είναι πολύ αρχιδάμπουρ...
Βρασίδας: - Ναι, τον γαμημένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified