Το σύστριγκλο που απαρτίζεται από γκέι. Ή από τελειωμένες γυναίκες που εικάζουμε ότι φοράνε στριγκ. Είναι μάχη εκ του συστάδην. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Λάκης Λαζόπουλος.

Κάλεσε χτες ο Τριανταφυλλόπουλος για το θέμα των γκέι γάμων, Βαλλιανάτο, Χατζηστεφάνου απ' τη μία, Παπαργυρόπουλο και Ιατρόπουλο απ' την άλλη, και τον Ανευλαβή για διαιτητή. Έγινε το σύστριγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified