Further tags

Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση φαγητών, το υπερβολικό τσιμπούσι.

Στο τραπέζι που μας έκανε η Στέλλα υπήρχε και του πουλιού το γάλα, φάγαμε τον άμπακο, κάναμε πρωτοφαγιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που παθαίνουν οι άντρες μόλις δουν μια ωραία γυναίκα. Έχει τα εξής στάδια:

  • Άνοιγμα του στόματος διάπλατα, ωσάν παγίδα για μύγες.
  • Πέταγμα της γλώσσας έξω, λες και μιμούνται μπουλντόγκ λυσσασμένο.
  • Εκφώνηση του «πού πας μάνα μου;!»

- Είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι όταν μπήκαμε στο μπαρ!
- Τρεχοσαλίαση έπαθαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό μικρομεσαίο νοικοκυριό που εξαιτίας της σημερινής ακρίβειας αρκείται στον τρόπο ζωής της κατοχής. Το καθημερινό τραπέζι του στηρίζεται αποκλειστικά στα όσπρια.
Ως παράγωγό του απαντά το ρεβιθόνικ, που δηλώνει μέλος της οικογένειας αυτής.

Ο πατέρας μου γύρισε απο το super market με 3 βαζάκια ελιές και 2 πακέτα φασόλια. Τον βγάλαμε και αυτόν το μήνα στη Ρεβυθοχώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοοτροπία που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν απαξιεί για οτιδήποτε και οποιονδήποτε πέρα από τον ίδιο. Κοινώς, τους γράφει όλους στα αρχίδια του.

- Πόσα μαθήματα χρωστάς ρε;
- Αμύθητα.
- Γιατί έτσι;
- Βλέπεις ενστερνίζομαι τη θεωρία του σταρχιδισμού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ακούμπησα και έβγαλα εξανθήματα, αλλεργία.

- Τι έχεις στο χέρι;
- Χάιδεψα την γάτα του Κοσμά και δερμοτσουκνίασα.

(Σημ: βέβαια εάν ξέρεις ότι έχεις αλλεργία και την χάιδεψες είσαι δεκαπεντόβλακας).

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το shortcut της λέξης πιπόνι. Σημαίνει βαθιά, ζουμερή και ευχάριστη πίπα. Εννοείται πως κατά την διάρκεια του πόνιου η γκόμενα τα καταπίνει και λέει την γνώμη της για την γεύση τους.

Π:
- Τι έγινε ρε μαλάκα ξηγήθηκε πόνι η Γιώτα#2;
Μ:
- Ναι ρε, εννοείται, τα κατάπιε και μού' πε πως ήταν λίγο ξινά!
Π:
- Τέλεια δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτσομπολιό που λέμε από αμηχανία ή βαρεμάρα. Από το κουτσομπολιό + κομπολόι.

(μετά από 3 ώρες στην καφετέρια)
- Τι άλλο ρε συ; - Ξέρω 'γω; Πες κάνα κουτσομπολόι να περάσει η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!

- Φίλε Νίκο εμένα που με βλέπεις μου αρέσει η μέταλ μουσική, ντύνομαι σαν τρέντουλο και κάνω γκραφίτι (που κάνουν οι χιπ-χοπάδες).
- Αα... καλά... ο ο,τινανισμός σε όλο του το μεγαλείο!

Τα κυριολεκτικώς ο,τι-νανιστικά τακούνια της Φανής Σπυριδάκη, που από αρκετούς θεωρήθηκαν ότι συνάδουν με τον ό,τι νάνε χαρακτήρα του κόμματος "Το Ποτάμι" που εκπροσωπεί. (από Khan, 07/05/14)Ο,τι-νανισμός στα τακούνια. (από Khan, 07/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.

Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified