Further tags

Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.

- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.

βλ. και κουραδοκατουρλιό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέχει καταρρακτωδώς και εσύ περπατάς ακάθεκτος. Στο τέλος έχεις βραχεί τόσο πολύ που - εν μέσω σύγχυσης - δεν βρίσκεις άλλη λέξη να περιγράψει την υπερβολή.

Προέρχεται από τον συγκερασμό των λέξεων λούτσα και μούσκεμα.

Σκατοβροχή! Έγινα λούσκεμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.

- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του πουλιού (όχι αυτού που πετάει!) και του σαξόφωνου (μουσικό όργανο που πάιζεται με το στόμα). Οπως καταλάβατε για άλλη μια φορά, εννοεί στην νεοελληνική το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

-Την ξέρεις την Γεωργία;
-Ναι ρε τα είχαμε πριν 2 χρόνια. -Είναι καλή στο κρεββάτι;
-Απίθανη, ξέρει και πάιζει τρομερό πουλόφωνο!

Βλ. και τρομπόνι, πίπιζα, κλαρίνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.

- Ποδομουτράκι να κεράσω;
- Άι σιχτίρ ρε μπίχλα... Παρ' την ποδάρα σου από τη μάπα μου...

έλληνας ποδομουτρίζει το μυ της πατούσας με θύμα μυ.   (από xalikoutis, 04/11/08)

Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!

Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.

Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified