Περιγραφή της απολύτως φυιολογικής κατάστασης του ανθρωπίνου εντέρου, (του παχέως για να ακριβολογώ και να πουλώ και μούρη), που σαν περιγραφή θα την έλεγες και πλεονασμό, αλλά περιγράφει κάτι παραπάνω από τις συνήθεις δυνατότητες μίας μόνον λέξης.

Όπερ έδει δείξαι: ο πόρδος, ως ορισμός, περιγράφει τον ήχο, κυρίως, του δια της σουφρός βιαίως εκβαλλομένου αέρος.

Ενώ η κλανιά έχει μεγαλύτερη περιγραφική ικανότητα σε ότι αφορά την περιεχόμενη οσμή (πείτε την και κλανιστική ικανότητα) στην συγκεκριμένη ποσότητα γραμμομορίων αερίου (moles αγγλιστί και φάτε χώμα αχημείωτοι...).

Κάθεται ο μπάρμπας στο πανηγύρι σε διπλανή καθέκλα, οπότε αρχινάει και μασαμπουκίαζει όσα ο γιατρός απηγόρεψε, φάβες, λουκάνικα εγκλωβισμένα σε μπέικο, κάτι μισόταβλες με κάτι αλειφωτά αποπάνου, κάτι τυροπιτάκια με συλλεκτικό τυρί από την εποχή του Πάγκαλου πού 'ταν μακρυές οι φούστες, και τελικώς ο σφιγκτήρ μπλατσαρεύει και απολάει κάτι γλιτσάρες να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο γένος και, τί να κάνεις, αναφωνείς ή μάλλον χαμηλοφωνείς ή μάλλον αναφωνείς (γιατί ο θειοΠέτρος έχει κατεβάσει τον γενικό στα αυτιά και μετά βίας ακούει έστω και το βιολί-δισκοπρίονο): «Ρε μαλάκα, πάνε πιο κει, με τάραξε ο θειοΠέτρος στην πορδοκλανίαση..!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified