Περιγραφή της απολύτως φυιολογικής κατάστασης του ανθρωπίνου εντέρου, (του παχέως για να ακριβολογώ και να πουλώ και μούρη), που σαν περιγραφή θα την έλεγες και πλεονασμό, αλλά περιγράφει κάτι παραπάνω από τις συνήθεις δυνατότητες μίας μόνον λέξης.

Όπερ έδει δείξαι: ο πόρδος, ως ορισμός, περιγράφει τον ήχο, κυρίως, του δια της σουφρός βιαίως εκβαλλομένου αέρος.

Ενώ η κλανιά έχει μεγαλύτερη περιγραφική ικανότητα σε ότι αφορά την περιεχόμενη οσμή (πείτε την και κλανιστική ικανότητα) στην συγκεκριμένη ποσότητα γραμμομορίων αερίου (moles αγγλιστί και φάτε χώμα αχημείωτοι...).

Κάθεται ο μπάρμπας στο πανηγύρι σε διπλανή καθέκλα, οπότε αρχινάει και μασαμπουκίαζει όσα ο γιατρός απηγόρεψε, φάβες, λουκάνικα εγκλωβισμένα σε μπέικο, κάτι μισόταβλες με κάτι αλειφωτά αποπάνου, κάτι τυροπιτάκια με συλλεκτικό τυρί από την εποχή του Πάγκαλου πού 'ταν μακρυές οι φούστες, και τελικώς ο σφιγκτήρ μπλατσαρεύει και απολάει κάτι γλιτσάρες να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο γένος και, τί να κάνεις, αναφωνείς ή μάλλον χαμηλοφωνείς ή μάλλον αναφωνείς (γιατί ο θειοΠέτρος έχει κατεβάσει τον γενικό στα αυτιά και μετά βίας ακούει έστω και το βιολί-δισκοπρίονο): «Ρε μαλάκα, πάνε πιο κει, με τάραξε ο θειοΠέτρος στην πορδοκλανίαση..!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευκοίλια στο πιο διασκεδαστικό, η διάρροια όπου το τσιρλί παίρνει πρωτοβουλία και ξεχύνεται ακράτητο κατά κάτου μεριά, οπότε και του συμβαίνει καλλιτεχνία και ψηφιδωτεί (ψηφιδωτώ, ψηφιδωτείς-ψηφιδωτεί και τούμπαλιν στον πληθυντικό) το σώβρακο, οπότε πάτε βρέτε το αντίστοιχο λήμμα.

«Πήγαμε στου Παναγιώτη για να πατήσουμε σταφύλια και ήπια οχτώ ποτήρια σταφυλόζουμο που έλεγε ο διαιτολόγος πως κάνει καλό και μ΄έπιασε μια γλεντοκώλα...» (αληθινό περιστατικό όπου ο γράφων τελείωσε τα άπαντα του Παπαδιαμάντη στην τουαλέτα του φιλοξενούντος σταφυλοκαλλιεργητού).

Άλλο αληθινο περιστατικό σε φίλο κτηνίατρο: «Μού 'φερε το κωλόσκυλο σακατεμένο από τις πάστες που πάει και το ταΐζει η μαλάκω και τόπιασε η γλεντοκώλα επάνω στο τραπέζι (των επεμβάσεων το ανοξείδωτο) και μ΄έκανε σύχριστο!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρων οπαδός της προσφιλεστάτης ομάδος του επινείου των Αθηνών που δεθυμαμαιτονομά της. Χουφταλικής κατάστασης, με διαρκείας στον Ευαγγελισμό, τελευταία φορά που ενεπλάκη σε καυγά ήταν με Τυραννόσαυρο Ρεξ (Πλειστόκαινος), εξ' ου και το πρώτον συνθετικόν ΤΥΡΑΝΝΟ-.

Δε δίνει πενάλτι στον Γαύρο ο διατητής (λέμε τώρα, έχει εξοντωθεί αυτή η συνομοταξία...) οπότε σηκώνεται ο περί ου ο λόγος κι΄αρχινάει να βρίζει, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς γρι μεταξύ ποταμών σιέλου και μέχρις αποκολλήσεως της μασέλας, οπότε ο Μάκης αναφωνεί απαξιωτικά:
-Τι είπε ρε ο Τυραννόγαυρος!
Και ο Σάκης τον επαναφέρει στην τάξη:
-Τί ήθελεσρε! Από το να σαπίζει στο καφενείο καλύτερω δωχάμου! Γαύρος μέχρι τέλος!

(από σφυρίζων, 17/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται περί της κλασσικής γραψαρχιδιάσεως, σχετικώς με τα γύρω τεκταινόμενα ή άρτι λεχθέντα.

Είναι ο εξόχως ευγενής τρόπος για να επισημάνεις άπαξ και δια παντός πως το θέμα δεν σε αφορά και να μην συνεχίσουν να σε σκοτίζουν.

Άλφον:
- Ρε συ, ο Μηνάς άλλαξε λάστιχα στο κάμπριο και πάει σφαίρα!
- Τι λε ρε.. Την είχα μια αρχιδοκρέμαση και δεν ήξερα πού οφείλετο...

Βήτον:
- Ο Γιώργος λέει θα φύγει εξωτερικό για μεταπτυχιακό...
- ...
- Τι λες κι΄εσύ;
- Μου κάνει κάπως μια αρχιδοκρέμαση, αλλά ο χρόνος θα τα γιατρέψει όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός ψύχρας και υγρασίας, ειδικά κατά άνοιξη μεριά, όπου βγήκαμε από το σπίτι με πρώιμο σορτσάκι, σανδάλι δαχτυλάτο, μπανάνα στη μέση με κλειδιά - κινητό - ταυτότης - ψιλά - χαρτομάντηλα, και ελαφρύ μπλουζάκι άνευ φανελακίου, οπότε μας ξουρίζει την γάμπα και το σβέρκο ο αήρ και βρίσκουμε μια δικαιολογία για να μαζωχτούμε σπίτι μπα και γλυτώσουμε κανα πακέτο zewasoft από τη μύξα.

«Ε, όσο νάναι, μια ψυχρασία την έχει απόψε...»

Επίσης μπορεί να έχει και μεταφορική έννοια: «Κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο πεθερός κι έρχεται φόρα-μόστρα με τον γαμπρό και πέφτει μια ψυχρασία στο δωμάτιο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified