Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).
Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).
Got a better definition? Add it!
Κυρίως στον πληθυντικό: μαλιστάδες. Αυτός που λέει συνέχεια μάλιστα, μάλιστα κύριε, δηλαδή είναι μαλιστάκιας, ναιναίς, νενέκος, με λίγα λόγια υπερβολικά υποτακτικός και μειοδότης.
(Αν πηγαίνει το μυαλό σας στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, να διευκρινίσω ότι τα λίγα παραδείγματα που βρίσκω στον γούγλη, αναφέρονται περισσότερο σε κληρικούς που είναι μειοδότες έναντι αιρετικών, οικουμενιστών που προάγουν την ενότητα με τους καθολικούς, και διαβρωτών του ηθικού βίου).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι κιτς (για την ενδιαφέρουσα ετυμολογία δες εδώ), κιτσάτος, καρακιτσαριό, καρακίτσος, κιτσογκόμενα, σκουπίδω και που σε ορισμένες περιπτώσεις το αναλαμβάνει αυτό ως κάγκουρας και το αισθητικοποιεί. Λ.χ. στα παραδείγματα το βλέπω να αναφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις χαρντ-ροκάδων, σε φουτουριστές ή σε πλουσιέξ. You get the idea, αφήνω να μιλήσουν τα παραδείγματα του γούγλη, που τα βρίσκω αποκαλυπτικά.
Got a better definition? Add it!