Further tags

Ο εξαρτημένος από το πασπάλι. (Δες).

Είναι μερακλής πασπαλιάρης από τους λίγους.

Got a better definition? Add it!

Published

Αντισημιτικός χαρακτηρισμός για τους Εβραίους ως περιτμημένους.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δουλειά να αναμιγνύονται σαν ηλίθιοι μπράβοι των κοψοπουτσηδων στους πολέμους που τους έχει σύρει από το 2001 και μετεπειτα το κράτος των εκλεκτών. (Φβ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τοξικοεξαρτημένος που είναι εθισμένος με τη δόση του. Κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19 χρησιμοποιήθηκε από αντιεμβολιαστές για να σατιρίσουν όσους λάμβαναν πολλαπλές δόσεις εμβολίων κατά του κορονοϊού. Είχε προηγηθεί χρήση του για τους εξαρτημένους Έλληνες από την εκταμίευση των δόσεων που συνδέονταν με τα μνημόνια. Βλ. και DOSάκιας / ντοσάκιας.

  1. Δοσάκιας 10φολιασμένος. Η ξαφνικούα θιρίζ τα γιδια που βλέπουν και πιστεύουν την τηλεκόλαση ή αλλιώς τελιόραση όπως το λένε οι χωριάταροι.Αφού μίλησαν οι τηλε-ειδικοί του κώλου,έτσι πρέπει να κάνουν τα γίδια,πρεζόνια καταντήσατε,δοσάκηδες. (Μακελειό).
    1. 1.Κατάλαβες πως η μάσκα είναι για τον πούτσο; 2.Έτσι το περνάνε όλοι οι ανεμβολίαστοι (οι ορίτζιναλ, όχι οι ληγμένοι δοσάκηδες) 3.Σε προστατεύει ακόμη η τρίτη δόση από το 2022. Γιατί δεν έχεις κάνει 4η και 5η από τότε ρε εμβολιάκια; (Χ).
    2. Δοσάκηδες και δωσίλογοι κυβερνούν διαχρονικά την Ελλάδα. (ΦΒ).
    3. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως κατάληξα εγώ εδώ. Δεν μπορώ να το αντέξω νιώθω πως θα τρελαθώ.

Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.

Μηχανή ήμουν τόσα χρόνια μου χαλάσατε όμως το σασμάν. Μη μου δίνετε κανόνια θα σας γίνω ταλιμπάν.

Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.

Τι μου δίνετε αλήθεια τρώω μάλλον κάποιο ψεκασμό. Μου πουλάτε παραμύθια που θολώνουν το μυαλό.

Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τοξικομανής μυτάκιας.

Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Από την τουρκική λέξη koz, σημαίνει στην κρητική ποικιλία αυτόν που έχει κύρος και αξία. Στην εποχή του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει μετατοπιστεί η σημασία προς κάτι πιο συγκεκριμένο.

Οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, που μιλάει και για τους πραγματικούς χαμένους της υπόθεσης. Είναι βοσκοί και αγρότες που βλέπουν να εμπορευματοποιείται το αντικείμενο της εργασίας τους και να νέμονται πόρους κάποιοι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη γη και τον μόχθο. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην πηγαίνουν σχολείο, για να δηλωθούν από μικροί βοσκοί και να βγάζουν χρήματα χωρίς να μαθαίνουν γράμματα επειδή θα παίρνουν επιδοτήσεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μικρόσωμος και γρήγορος παίκτης που τρυπώνει με επιδεξιότητα στην αντίπαλη περιοχή.

Τι σαμιαμίδι αυτός ο Μέσσι! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει χάρισμα στο φλερτ, τη γοητεία και τη σαγήνη. Αντιδάνειο από το rizz, που προκύπτει από το charisma.

Είναι ρίζλερ, αλλά είναι τελείως επιφανειακό άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι οπαδοί του Στέφανου Κασσελάκη οι οποίοι αρέσκονται στο συναφές λάιφ-στάιλ.

Οργανώνονται οι κασσελίστας. (Το Βήμα).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο θεός, δηλαδή ο πάρα πολύ καλός σε κάτι. Χρησιμοποιείται και με ελαφρά ειρωνεία για κάποιον που κάνει κάτι παράξενο ή απροσδόκητο ή πολύ μοναδικό.

  1. Θεούκλα ο Μίλερ, μιλούσε στο διαβατήριό του. (Εδώ).
  2. Θεούκλα ο Τσουκαλάς, είπε "άντε γεια!" στον Τσίπρα κοστουμαρισμένος. (Εδώ).
  3. Όλα ξεκίνησαν όταν παρατήρησα το ίδιο ακριβώς πράγμα που παρατήρησα ακριβώς κάτω από τη φωτογραφία της Σκάρλετ Γιόχανσον με εφαρμοστή δερμάτινη στολή και άρα δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να προσέξατε, άρα θα το επαναλάβω κι εδώ. -Ρε μαλάκα Γιώργο, αν σ'άκουγε κανείς να μιλάς για γκόμενες, θα νόμιζε ότι κάθε βράδυ γαμάς τα καλύτερα μουνιά του σύμπαντος. Και τι απαντάει η θεούκλα; -Δεν είναι ότι δεν μπορώ, είναι ότι δε θέλω. Εδώ κάτι σχετικό είχε να πει ο Αίσωπος με κάτι αλεπούδες και κάτι κρεμαστάρια, αλλά ο μικρός θεούλης συνέχισε και εξήγησε το σκεπτικό του. -Τα καλύτερα μουνιά (σημείωση του μεταφραστή: πάντα με το στάνταρ της καλοσχηματισμένης γάμπας, της μηδέν κυτταρίτιδας και όλα τα σχετικά, το οποίο το πληρούν εφτάμιση γκόμενες σε όλον τον πλανήτη) είναι σε ηλικία 21 με 22 (σύμφωνα με μια στατιστική που μόλις έβγαλε απ'τον κώλο του). Κι επειδή οι γκόμενες δεν τα φτιάχνουν με μικρότερους, μόλις φτάσουμε στα 22 θα δείτε ότι θα ξεσκιστώ στο μουνί. Τόσο απλά. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, αυτός που βάζει γκολ στο 90ο λεπτό, διαψεύδοντας κάθε προσδοκία των αντιπάλων. Βέβαια ήρωας χαρακτηρίζεται και ο τερματοφύλακας που έπιασε πέναλτι, ο σέντερ-μπακ που έβγαλε τον αγώνα με ματωμένο κεφάλι. (Δες).

Άπιαστος ο ήρωας έχωσε γκολάρα στο πέμπτο λεπτό των καθυστερήσεων!

Got a better definition? Add it!

Published