Further tags

Αλλιώς ο θεός, δηλαδή ο πάρα πολύ καλός σε κάτι. Χρησιμοποιείται και με ελαφρά ειρωνεία για κάποιον που κάνει κάτι παράξενο ή απροσδόκητο ή πολύ μοναδικό.

  1. Θεούκλα ο Μίλερ, μιλούσε στο διαβατήριό του. (Εδώ).
  2. Θεούκλα ο Τσουκαλάς, είπε "άντε γεια!" στον Τσίπρα κοστουμαρισμένος. (Εδώ).
  3. Όλα ξεκίνησαν όταν παρατήρησα το ίδιο ακριβώς πράγμα που παρατήρησα ακριβώς κάτω από τη φωτογραφία της Σκάρλετ Γιόχανσον με εφαρμοστή δερμάτινη στολή και άρα δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να προσέξατε, άρα θα το επαναλάβω κι εδώ. -Ρε μαλάκα Γιώργο, αν σ'άκουγε κανείς να μιλάς για γκόμενες, θα νόμιζε ότι κάθε βράδυ γαμάς τα καλύτερα μουνιά του σύμπαντος. Και τι απαντάει η θεούκλα; -Δεν είναι ότι δεν μπορώ, είναι ότι δε θέλω. Εδώ κάτι σχετικό είχε να πει ο Αίσωπος με κάτι αλεπούδες και κάτι κρεμαστάρια, αλλά ο μικρός θεούλης συνέχισε και εξήγησε το σκεπτικό του. -Τα καλύτερα μουνιά (σημείωση του μεταφραστή: πάντα με το στάνταρ της καλοσχηματισμένης γάμπας, της μηδέν κυτταρίτιδας και όλα τα σχετικά, το οποίο το πληρούν εφτάμιση γκόμενες σε όλον τον πλανήτη) είναι σε ηλικία 21 με 22 (σύμφωνα με μια στατιστική που μόλις έβγαλε απ'τον κώλο του). Κι επειδή οι γκόμενες δεν τα φτιάχνουν με μικρότερους, μόλις φτάσουμε στα 22 θα δείτε ότι θα ξεσκιστώ στο μουνί. Τόσο απλά. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, αυτός που βάζει γκολ στο 90ο λεπτό, διαψεύδοντας κάθε προσδοκία των αντιπάλων. Βέβαια ήρωας χαρακτηρίζεται και ο τερματοφύλακας που έπιασε πέναλτι, ο σέντερ-μπακ που έβγαλε τον αγώνα με ματωμένο κεφάλι. (Δες).

Άπιαστος ο ήρωας έχωσε γκολάρα στο πέμπτο λεπτό των καθυστερήσεων!

Got a better definition? Add it!

Published

Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.

Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ογκώδης μπόντι-μπίλντερ.

Βγήκε ο κρεατίλας στην παραλία να μας μοστράρει την κορμάρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.

  1. Αν είσαι ο τύπος ο γυμναστηριακός, αυτός που προσέχει τη διατροφή του και το fitness είναι μονόδρομος, μονόδρομος είναι και το Garden Bar. (Φέισμπουκ).
  2. Όλη η αλήθεια για τους γυμναστηριακούς και τις παραλίες. (Τικ Τοκ).
  3. Πώς βιώνει ένας γυμναστηριακός την αποχή του από τον φυσικό του χώρο. (Ratpack).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.

Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος που μοιάζει σαν να έχει λάβει τη μορφή σφαίρας.

Μη τρως άλλο ρε! Μπαλόνι έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published