Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Got a better definition? Add it!
Ανάλαφρος νεολογισμός με ιταλοπρεπή κατάληξη για το γκομενάκι, το παστάκι.
Συντόμως: νέτο.
Λέγεται και για άντρες (πώς λέμε μουνάρα).
Πώς να βρείτε γκομενέτο...αν είστε σοφερίνες
Πάει με χώρισε το γκομενέτο... Η αστοχία μου στις γκομενοπροβλέψεις και η αδυναμία να κεράσω ποτό την χαρωπή δεσποινίδα που μου κρατάει συντροφιά, με οδήγησε στο χωρισμό...
Είσαι από τους τυχερούς δηλαδή που δεν έχει πάει με το γκομενέτο για ψώνια...
δε μιλανε ετσι σε ενα γκομενετο, ακομα κ αν ειναι δεσμευμενο. μπορει αυριο να χωρισει
(όλα από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!