Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:
- κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή. 
- βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ. 
- έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ. 
- ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας. 
- - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ. 
- - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!! 
 - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.
- - Τι κάνει δω πέρα η μικρή; 
 - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.
- - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω. 
 - Α! ναι; Πού πας;
 - Όπου θέλω!!
 - Δώσε χαιρετισμούς.