Selected tags

Further tags

Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Κεφαλίδα ##Αυτός που έχει περίεργη συμπεριφορά, που είναι λίγο λοξός.

Αυτό θα πει καλό μαγαζί, να είσαι όσο περιεργάκι θέλεις και να μην σε στραβοκοιτάνε!

Got a better definition? Add it!

Published

Τι σου κάνει μια απλή αλλαγή στον τονισμό!

Ξαφνικά η ακουστική της λέξης αποκτά μια νέα πιο κλασάτη και αρχοντική διάσταση.

Δοκιμάστε το και θα με θυμηθείτε...

Κοίτα πως οδηγάει ο μάλακας

Είσαι μεγάλος μάλακας τελικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνω ότι θα φύγω, αλλά τη βλέπω Μπόρις, δεν πάω πουθενά και τους δουλεύω όλους ψιλό γαζί.

- Τι θα γίνει τώρα; Θα μας αδειάσεις τη γωνιά ή θα μπρεξιτάρεις για πολύ ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published

Νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία, φρικάρω.

Τι λένε ότι έχει καλή φωνή, εγώ τον ακούω και κριντζάρω κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα γλύφει τα όργανα δύο ανδρών, οι οποίοι κάθονται δίπλα-δίπλα και τα λιλιά τους σχηματίζουν παράλληλες ευθείες, σύμφωνα με την ευκλείδιο γεωμετρία. Είναι δηλαδή μια ειδική περίπτωση απο το διτσίμπουκο

Η θετικη ματια ειναι το παν.καλος ο παραλιλισμος με το κατακορυφο.αλλα αν οι αναποδιες ειχαν κατι απο βικυ θα ψαχναμε απ το πρωι να πεσουμε πανω σε μαυρογατες

Got a better definition? Add it!

Published

Μικρής έκτασης αγώνας παραδοσιακής τοξοβολίας στο Τοξοβολείο Πεντέλης, εντελώς μακρυά και εκτός οιουδήποτε επίσημου φορέα

Τα αναμνηστικά τυπώνονται από τους διοργανωτές, οι οποίοι στους τρεις (ή παραπάνω) πρώτους απονέμουν - αντί για μετάλλια - ξύλΙα, χαρτόνΙα, χαρτοδέρμΙα, ξυλοδέρμΙα, ακόμα και βελανίδΙα!!

Δοκιμασίες:

- Χαρτοκουτομπούκαλο, Ταχυρριψία, Μαξιλαρριψία και Εκκρεμές μπουκαλάκι

στην Κεντρική Στοχοδιάταξη,

- Μακρόθεν & Υπερμακρόθεν

στο Καβαντζοβολείο,

- Εγγυτάτη

στον Μοκετόστοχο,

- Καλαθοβέληση

περί το Ερείπιο

κλπ {διαρκώς εμπλουτίζονται}

Ποιος βγήκε πρώτος στο τοξαγωνάκι;

Θα έρθεις Κυριακή στο τοξαγωνάκι να σε πατήσω κάτω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπλουτισμένο - ως επί το πλείστον - φαγοπότι που συνοδεύει συνήθως τοξοβολάρειν με πενιές κατά προτίμηση απάνου στα βουνά

πιώμα - μασάω - μπουκώνω

Το ερχόμενο Σαββάτο μουσική πιωμασαμπούκα με τοξοβολές στους Άγιους Ασώματους!

Got a better definition? Add it!

Published

(χαριτωμενίστικα, κατά το "νιάτα") η χρονική περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου κατά την οποία αυτός είναι παιδί.

- Ξέρεις ποια είδα χτες, ρε μαλάκα; Τη Γιωργία τη Ψυρρού!

- Ποιά 'ν' αυτή ρε;

- Τη Γιωργία της μπακάλισας, ρε, το βλαμένο! Έχει γίνει τρελλό καυλάκι!

- Α ναι ρε τη θυμήθηκα... Σώπα! Έχω να τη δω από τα παιδιάτα μου.

- Και γω... Ασε μαλάκα σοκαρίστικα.

Got a better definition? Add it!

Published

συριζόπανο είναι ο κύριος μην δίνετε σημασία

σύνθετος όρος που καθιερώθηκε από το φοβερό και τρομερό Νίκου Ρούσση στην επική του μάχη με τα συριζοτρόλ που του επιτέθηκαν όταν υπερασπίστηκε την τιμή και την υπόληψη της αριστεράς, αρνούμενος να συγκαλύψει την υπόθεση με το καρότο.

Got a better definition? Add it!

Published