Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτό πάμε διακοπές τα τελευταία χρόνια, ή κάνουμε Χριστούγεννα. Νομίζω ότι και αυτή η λέξη είναι σλανγκ, όσο και τα άλλα δάνεια, που αναφέρθηκαν, γιατί η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά, είναι πρόσφατη. Και, κυρίως, η έννοια είναι απαράδεκτη. Γιατί να χρεωθείς για να πας στην Πάρο ή στο Παρίσι, όταν μπορείς να περάσεις τις διακοπές σου κάνοντας ράφτινγκ;

Διακοποδάνειο ή Λούτσα; Ιδού η απορία!

Σχετικά λήμματα: δανειοδάνειο, μπουζουκοδάνειο, πουτανοδάνειο, ψοφοδάνειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified