Νεόκοπη εκδοχή του άκυρος, σλανγκοκαγκουρεμένη δια της προσθήκης της γαμοσλανγκοκατάληξης -ίλα.

- Όλη η ακυρίλα μαζεμένη στα Ελληνικά σόσιαλ (εδώ)

- Ε ρε ακυρίλα. Οταν μας τα πριζουν με ενα τοσο ασημαντο γεγονός για ενα πλουσιοπαιδι που ειχε απλα την τυχη να γεννηθεί υπο κάποιες συνθηκες και δεν χαλανε τον κοσμο για τα αλλα παιδια που ζουν σε αθλιες συνθηκες οπως θα επρεπε, τοτε κυριος ........ακυριλα ειναι ο κοσμος που ζεις και σαπιλα μαζι (σχόλιο φορουμίτη στο νήμα "Στο νοσοκομείο εσπευσμένα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος", εκεί)

- Άλλη μία κάργα ακυρίλα στο σάιτ, χάριν εριστικής πολιτικάντικης χαιρεκακίας του καφενείου. Έχει βουλιάξει το σάιτ τα τελευταία χρόνια απο δαύτα, νά 'ναι καλά ο Βράσταμαν/σφυρίζων (ρίψη άκυρου στο λήμμαν "σχήμα λόγου", παραπέρα)

Πάσα: vikar.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πλέον βρωμερή και δυσώδης μπόχα για πολλούς συμπολίτες μας, όπως αλτέρνια, ψαγμένους, λατέρνατιβ, indie, χιπστέρια, άτομα με υπερκουλτουρίαση, μεταλάδες, χιπ χοπάδες, ποικίλες εξωτικές φυλές και λοιπές εναλλακτικές δυνάμεις.

Πρόκειται για την αποφορά που προκαλεί ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα κυρίαρχο παράδειγμα, λόγο, συμπεριφορά κ.ά. Λ.χ. χολυγουντιάνικες αμερικλανιές στο σινεμά, απόψεις που εκπορεύονται από πρετεντέρηδες και άλλους τηλεντελάληδες του καθεστώτος, λαϊκοπόπ ακούσματα στη μουσική για όσους θεωρούν ότι το «ανήκομεν εις την Βίσσην» αποτελεί μουνόδρομο, εκτός κι αν ανήκει κανείς στην Βανδή, απόψεις που διατυπώνονται από δάπαρους με επίπεδο-ΔΑΠεδο, ναμαγαπάδικα εντεχνιάρηδων, το δίπολο Μύκονος- Αράχωβα, ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας, κ.τ.ό., τέσπα ξέρουμε όλοι λίγο πολύ τι σημαίνει μέινστριμ.

1. Ολοι αμαρτωλοι ειμαστε, ολοι παμε στο τωρα καπα, στο καλυτερο μο, στη μπουζα βρε αδερφε. Ολοι εχουμε μια καποια σχεση με το σκειτ, ειτε αγαπη, ειτε μισους, ειτε αποστροφης.Παντως να το παιζεις αλτερνατιβ και να πηγαινεις κρυφα στο βιλα να λικνιζεις το κορμι σου σε μεινστριμιλα, δε σε τιμα.

2. Παρολ' αυτα μου κανει φοβερη νεκροφιλια να παραμενουμε (με βολικη εμμονη καμμια φορα) στα κατορθωματα των γενιων που εχουν σχεδον αποσυρθει. Νομιζω μαλιστα πως τη δεκαετια του 90 οι περισσοτεροι ξανα«διαβαστηκαν» απο κοινο και επαιοντες χωρις ταμπου, αγκυλωσεις και παρασιτα του χρονου που εδρασαν και λιγο ως πολυ εχουν παρει τη θεση που τους αξιζει.
Στα 00ς ειχαν αρχισει πια οι αναποφευκτες ζυμωσεις γινανε πραγματα, ξεπηδησαν ατομα και ομαδες, γλιτωσαμε εν πολλοις απο την ακαμπτη μεινστριμιλα και τις διαφορες σεβασμιες μανιες και εχουμε αρχισει να διαπραγματευομαστε καπως διαφορετικα τα τεχνοζητουμενα.

3. Δεν ξέρω πόσο μεϊνστριμίλα βρωμάω αλλά με τον Φασμπίντερ δεν έκανα παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική -ίλα που υποτίθεται ότι αποπνέουν οι αριστεριτζήδες (και κατ' επέκταση όλοι οι θεσμοί, τα ήθη και οι νόρμες τση «μεταπολίτευσης»), αλλά όχι με την καλή έννοια της βαρβατίλας του μόχθου και της εργατιάς που φέρνει προς θυμάρι και φασκόμηλο.

Το άρωμα και το μπουκέτο τση αριστερίλας μποχάει διαφορετικά στην μύτη του καθένα. Παραθέτω ένα εντελώς δειγματοληπτικό αρωματολόγιο των ουρδεσάνς που συχνά αποδίδονται κακεντρεχώς στο φαινόμουνο:

1. Την επόμενη φορά ίσως αποφασίσουμε επιτέλους να βγάλουμε την αριστερίλα απο πάνω μας και να κάνουμε χρήση των όπλων. Η αριστερίλα και ο φιλελευθερισμός θα μας φάει σε αυτή την χώρα...

2. Προβολές, συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα, πολυεθνική κουζίνα από κάθε άκρη της γης, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, συνθέτουν μια πολύχρωμη γιορτή, μακριά από την αγέλαστη σοβαροφανή αριστερίλα, μια γιορτή η οποία περιμένει τη στήριξη και τη συμμετοχή του κάθε μετανάστη.

3. Γ@μημένα βρωμοκάναλα. Γ@μώ την αριστερίλα σας ξευτίλες.

4. Οι κάτοικοι του κέντρου απαντούν στην αριστερίλα που μας έχει πνίξει

3. Η «αριστερίλα» της Εκκλησίας και το άφιλτρο τσιγάρο. Έπρεπε να δεις τη συχνότητα του ραδιοφώνου σου, για να καταλάβεις ότι δεν άκουγες τον 902 του ΚΚΕ αλλά τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας! Τί ύμνοι για τους διωκόμενους κομμουνιστές αντάρτες του ‘50, οποία ανάλυση περί νεομαρξισμού και λενινισμού, αλλά και μαθήματα για το πώς «έστριβαν» τα άφιλτρα τσιγάρα οι γυναίκες των αριστερών!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πνευματικές -ίλες, που βρωμάνε εξίσου ή και περισσότερο από τις σαρκικές (πρβλ. και κορεκτίλα). Είναι η συμπεριφορά του να θεωρείς τον εαυτό σου πνευματικά, ηθικά κ.τ.λ. ανώτερο από τους άλλους, όπως ο φαρισαίος από τον τελώνη, και να είσαι ωσεκτουτού σνομπαρία και αφ' υψηλού. Συναντάται και σε άτομα με υπερκουλτουρίαση, αλλά και σε όσους κραδαίνουν την πολιτισμική, φυλετική ή άλλη υπεροχή τους.

Συνήθως στις εκφράσεις πουλάω ανωτερίλα και το παίζω ανωτερίλα. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές φράσεις δείχνουν να υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται για δικαιολογημένη ανωτερίλα, αλλά περισσότερο για υπεραναπλήρωση αδυναμίας. Πουλάμε ανωτερίλα για να εκθαμβώσουμε τους άλλους και να μην προλάβουν να θίξουν τα αδύνατα σημεία μας.

  1. εγω το λεω απο την αποψη οτι το θεμα ειναι οικονομικο και πολιτικο,οχι ποιανου ο προγονος την ειχε μεγαλυτερη.
    με ποιο δικαιωμα ο καθε απαιδευτος κατσιβελος θα πουλησει ανωτεριλα σε εναν ευρωπαιο απλως λογω καταγωγης;
    τι σχεση εχει ο μεσος καραμπαμποελληνας με το πνευμα του αριστοτελη; (Εδώ).

  2. αυτη η ανωτεριλα και το κυριλικι θα μας φαει στο τελος... (Εδώ).

  3. Δεν το «παιζω» ανωτεριλα. Ειμαι ανωτεριλα, σε σχεση με τους περισσοτερους απο τους εξαρτημενους απο τα ναρκωτικα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάση όπου κάποιος «δεν νιώθει», δηλαδή δεν παίρνει από λόγια ή κάνει / λέει μαλακίες.

- Ρε τι είναι αυτό που κρέμεται απ΄το αμάξι της γκόμενας;
- Ωχ! Ρε το ζώον έφυγε και ξήλωσε μαζί της την μάνικα απ' το βενζινάδικο!
- Ανιωθίλα τελείως!

(από HardcoreGR, 16/05/11)(από patsis, 18/03/12)

Βλ. και άνοιωστος, άνιωθος, νιώθω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στασιμότητα, βαρεμάρα, παρακμή.

- Τι νέα ρε;
- Σαπίλααααα... τα ίδια και τα ίδια, δουλειά, σπίτι και WoW.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified