Στα καλιαρντά είναι το τρόλεϊ, εκ του ηλεκτρικό και του ιταλικού popolo (=λαός) και του αγγλικού bus (=λεωφορείο).

Μα ένα λιόγερμα πάει να περάσει την Αχαρνών απέναντι και τον πάτησε το ηλεκτροποπιλόμπουσο. Αααααχ τι νόμισες. Χαροκαμένη είμαι. Κι άμα τον θυμάμαι στεναχωριέμαι και τρώω. Αισιχτίρ συγκινήθηκα πάλι. (Αποκατέ).

(από Khan, 15/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποστάλια λέγονται τα επιβατηγά «πλοία της γραμμής» που εκτελούν στάνταρ δρομολόγια.

Εκ του ιταλικού «postale», που στην κυριολεξία σημαίνει ταχυδρομικό. Στα ιταλικά πέρασε και σαν ουσιαστικό με την έννοια του ταχυδρομικού τρένου ή πλοίου (zingarelli), στα δε ελληνικά περιγράφει το πλοίο της γραμμής, το οποίο παλαιότερα αποτελούσε τον μοναδικό μέσο μεταφοράς προμηθειών, εμπορευμάτων και επιβατών προς τα νησιά. Στην Ελλάδα βέβαια, και ιδίως στα πολύ μικρά και απομακρυσμένα νησιά, τα ποστάλια εξακολουθούν να παίζουν ακόμα αυτόν το ρόλο.

  1. Αναρωτιούνται τον τελευταίο καιρό οι κάτοικοι πολλών ελληνικών νησιών, αφού τα «ποστάλια» της ακτοπλοΐας που με τα «ταξίδια» τους δίνουν «ζωή» και «ανάπτυξη» ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα νησάκια... (από εδώ)

  2. Τη νυχτερινή ζωή και τις εξωφρενικές τιμές πώλησης ακινήτων δεν ήταν πριν από 30 μόλις χρόνια περίπου παρά ένας πάμπτωχος τόπος που εξήγε εργατικά χέρια στα γιαπιά της Αθήνας και στα γκαζάδικα και στα ποστάλια της υφηλίου όλης. Ενας φτωχός αλλά παράλληλα πλούσιος σε καρδιά... (από εδώ)

Ποστάλι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασάγιο ονομάζεται στη σιδηροδρομική διάλεκτο η διάβαση από την οποία διασχίζουν τις γραμμές τα αυτοκίνητα.

Στο πασάγιο της Μελετίου ένα αμάξι έμεινε και παραλίγο να πέσει επάνω του το τραίνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified