Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).

- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.

Του Woοdy Allen το Orgasmatron (από Vrastaman, 31/07/08)(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροαντικείμενο (βίδα, παξιμάδι, σφήνα κλπ) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή / επιδιόρθωση / συναρμολόγηση άλλου αντικειμένου (μεγαλύτερου και πιο σύνθετου). Το αποκαλούμε έτσι όταν γνωρίζουμε τη χρήση του αλλά δε γνωρίζουμε την ονομασία του.

- Ρε Τάσο… πιάσε ρε αυτό το παπάριτζερ να το βάλουμε στο σασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified