1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος των μποντιμπιλντεράδων που έχει γίνει γνωστός και στο ευρύτερο κοινό. Σημαίνει ότι μετά από μια περίοδο προσπάθειας να αυξήσω την μυική μου μάζα (βλέπε είμαι στον όγκο) τώρα προσπαθώ με κατάλληλη διατροφή και πρόγραμμα άσκησης να χάσω όσο λίπος μπορώ, προκειμένου να αναδειχτούν οι μύες που απέκτησα.

Κλασσική περίοδος γράμμωσης για τους μποντιμπιλντεράδες είναι πριν τους αγώνες. Για τους κοινούς θνητούς πάλι είναι το καλοκαίρι, λόγω παραλίας και κοντομάνικων...

- Πάμε να φάμε κανένα βρώμικο;
- Τι λες ρε, ξέχνα το! Είμαι στη γράμμωση τώρα και τρώω μόνο πρωτεΐνη... Να, έχω μαζί μου ένα ταπεράκι με αυγά βραστά, θες ένα;
- Άσε, να λείπει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified