Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.
Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.
Δες και ποδανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναγραμματισμός της λέξης φούντα που λέγεται όταν βρίσκονται άλλοι στον χώρο.
Βγαίνει από τη φούντα του χόρτου (σαν φυτό) πριν κοπεί.
Πάμε πρώτα για κάνα νταφού και μετά πάμε να αράξουμε στη Μαρία, ε;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χρησιμοποιούμε σαν ερώτηση σε άτομα του συναφιού μας μπροστά σε κόσμο, για να μάθουμε αν «παίζει τίποτα», δηλαδή αν έχει ο ερωτώμενος κάτι, συνήθως ουσίες.
Got a better definition? Add it!
Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.
Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.
Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.
Πάσα: John Black.
Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.
Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.
Got a better definition? Add it!
Το τσιγάρο στα ποδανά. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον γάρο.
Ψηλέ, έλα να σκίσουμε ένα γαροτσί πριν μπούμε στο σινεμά.
Got a better definition? Add it!
Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.
Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!
Από φόρουμ.
Got a better definition? Add it!