Ο πολύ χοντρός άνθρωπος (συνηθέστερα χρησιμοποιείται για γυναίκες).

Κοίτα πώς έχει παχύνει αυτή!! Έχει γίνει σκέτη ντρόσχω από το πολύ φαΐ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα ποδανά.

Ρε λακαμά! Ρεπά το λοπού ρε!

«Οταν θα καταλάβεις τί τσαμπουνάς, θα δείς πως είσαι ούφο και λακαμάς...» Μηλιώκας, σε στίχους Παύλου Τάσιου, μουσική Χατζηνάσιου (1986) (από vikar, 02/07/12)

βλ. και σαλάκας, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραφλός.

Καλώς τον φίλο μου τον ραφλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).

-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...

-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα ποδανά. Πρόκειται για παιδί ευεπίφορο θύμα για παιδεραστές και κολομπαράδες, λόγω λ.χ. του ότι έχει πρόσφατα βγει από αναμορφωτήριο, έχει τάση για παρανομία, θέλει νέες εμπειρίες και γνώσεις, κι οι άλλοι καρτερούν για να κολομπαρέψουν. Το περιλαμβάνει ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη.

Όπα, όπα, πιάσε ένα διπαί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό στα ποδανά.

Αναγραμματίζεται μόνο όταν:

1) Ο λέγων είναι μεθυσμένος

2) Όταν το εν λόγω πουρό είναι δίπλα και υπάρχει κίνδυνος να εκτεθούμε.

3) Σε οποιαδήποτε άλλη φάση που μπανίσαμε την αναφερόμενη να μας κοζάρει σε έναν χώρο.

  1. (μετά από μία μπουκάλα κρασί)
    - Ζε μαλάκα, στείλε μήνυμα στο ροπού, πεζστης έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις. πεζιζζστο.

  2. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα το ψήσουμε το ροπού; Κάρφωνέ το στα μάτια ρε να το πάρουμε πάρτυ.
    - Σκάσε ρε μαλάκα μας ακούει!
    - Πάμε να το γαμήσουμε σου λέω ρε.

  3. Στο club:
    - Κοίτα το ροπού τι φοράει ρε, πέσε πούτσα να σε φάω είναι.
    - Αμάν ρε μαλάκα, κοίτα και κανα μικρό, όλο τις τελειωμένες χαλβαδιάζεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας αναγραμματισμένος ώστε να μην προσβάλλεται η αισθητική μερικών λεπτεπίλεπτων ανθρώπων με το άκουσμα της λέξης «μαλάκας».

- Κοίτα φίλε μια γκόμενα!
- Τρελό μωρό, δες και μ' ένα λακαμά που κυκλοφορεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλώρος στα ποδανά.

Πού πάει η μαλακισμένη μωρέ μ' αυτόν το ροσφλώ!;;; Γιατί δεν έρχεται σε μένα μπας και δει άσπρη μέρα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί στα ποδανά.

- Γιατρέ πιάσε ένα λιτσού που ανεβαίνει!
- Δεν σε χάλασε...

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσούλα στα ποδανά.

Πώς ντύθηκε έτσι η λατσού! Το μισό κωλομέρι είναι έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified