Δοκιμή sample ναρκωτικών, όπου κάποιος μεσάζων φέρνει κατ' οίκον δείγμα δωρεάν (όπως παλιά με τις επιδείξεις τάπερ), προκειμένου να εξακριβωθεί η ποιότητα και να αγοραστεί μεγαλύτερη ποσότητα.

- Πήρε ο Γιώργος τηλέφωνο και είπε ότι ψώνισε.
- Έχει τίποτα καλό για μας;
-Να του πω να φέρει τίποτα από 'δώ, να κάνουμε ένα test drive; Κι άμα είναι, παίρνουμε κι εμείς από ένα ταληράκι.
- Πάρε Γιώργο!

Σ.τ.Μ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης σε δραχμές ήταν 5.000 και άνω (ανά πεντοχίλιαρο), οι δραχμές αντικαταστάθηκαν από τα ευρώ από το 2001 (Ν. 2842/2000), η συναλλαγή στο παράδειγμα υπολογίζεται σε δραχμές, άρα η πράξη τελέστηκε πριν την 01-01-2001 και φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, οπότε σήμερα έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 111 παρ. 3 ΠΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified