Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).

Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχειώδες σωματίδιο της φυσικής, υπεύθυνο για την έλξη ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) άνθρωπες, κυρίως εκπεμπόμενο από το θηλυκό γένος τύπου: μουνάρα, τούμπανο, καυλέτα-καυλέτα, κορίτσαρος-γεννίτσαρος κ.ο.κ.

Η δράση του αναγνωρίζεται σχετικώς εύκολα, εις τον εκτεθέντα στην ακτινοβολία του, αν και μπορεί να έχει ποικίλες αντιδράσεις, αναλόγως τους παράγοντες, όπως πχ στις ακόλουθες εικόνες. (όχι 'δω, πιο κά')

Τα καυλόνια δεν επηρεάζουν τους πάντες, όπως πχ άτομα του ιδίου φύλου (τσου στρέιτ), τους ασέξουαλ, τους happily married or happily in love ξέρω γω, τους μοναχώτες και γενικώς τους απέχοντες από το άθλημα.

Επίσης, αν είσαι τυχερός / ή και γκαβώθηκε το αντικείμενο του πόθου σου και σ' το δώσει τότε πολύ πιθανό να εξασθενήσει η ενέργεια του καυλονίου πάνω σου, καθώς συνήθως δεν έχουν να κάνουν τόσο με τον έρωτα, τις καρδούλες και τα βελάκια, όσο με αυτό που στον καθημερινό λόγο περιγράφουμε ως «η καύλα της στιγμής».

Διαχέεται μαζικά στην βιόσφαιρα τους ζεστούς κυρίως μήνες καθώς τα πολλά ενδύματα είναι κακοί αγωγοί των καυλονίων, ιδαιτέρως τα τύπου βράκα, φόρμα-παντελόνι οριεντάλ-αμπίρ-Φατίχ Χακίν και γενικώς ότι φαντεζί «προκαλεί-τις-αισθήσεις»-μι χαίσο-παπαριά σκεφτούν κάτι ψωνισμένοι ΜΜήδια-κατασκευασμένοι κόπανοι της κραταιάς εσπερίας, ονόματι miss Racksevski, Sarah Florence, Roberto carValei, lela trela kai kordela ετσετερά ετσετερά... -συνοδευόμενα πάντα απο το κατάλληλο υπόδημα χρώματος «κράμα λευκόχρυσου Βουργουνδίας ανακατεμένο με σάπιο μήλο Ζανζιβάρης» (με σκουλήκι) και φο μπιζού και μπιχλιμπίδια και θέλω τα σέα μου θέλω τα μέα μου θέλω τα όοοοπα μου και το κούρασαμε το ένστικτο.

Έτσι λοιπόν, αν και ούτε στον περιοδικό πίνακα αναφέρεται, ούτε και κανείς επιστημονικός οργανισμός διερευνά το εν λόγω σωματίδιο, οφείλουμε να αναγωρίσουμε την υπαρξή του καθώς οι αποδείξεις είναι αδιάσειστες και τα αποτελέσματα χειροπιαστά και εμφανώς παρατηρήσιμα.

Επιπλέον ουδεμία σχέση έχει με αυτό αν και διάφοροι αρχαιολόγοι λεν πως παλιάααα η Καλαβρία ελέγετο Καυλαβρία και παρεποιήθη εις τους αιώνας εκ των αδαών (και των Αχαιών).

  1. - Πουώω δικέ μου! Περιμένω πώς και πώς για Ίο καλοκαίρι!!
    - Ναι, αλλα απ΄ τα πολλά αιωρούντα καυλόνια δεν θα ξέρουμε πού να τη βάλουμε... Εγώ δεν κοιμάμαι στη σκηνή μαζι σου μαλάκα.. χαχαχα!

  2. - εμποριο σπερματος στο μπαρακι μας;;; Ουστ βρε!! Θα σασ ριξω ραδιενεργο πολονιο στα ποτα μου φαινεται!!:smash:
    - καυλωνιο να ριξεις μπας κ ξεκαβλωσουν μερικοι εδω μεσα.»
    (από φόρουμ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σέρνεται και ξαφνικά βγαίνει κάτω από τις κουβέρτες ή από τον καναπέ, κρεβάτι κλπ και σου παίρνει πίπες βουτηγμένη στο σάλιο.

- Και που λες, έρχεται στα τέσσερα εκεί στην ξάπλα και ξεκίνησε... Ρούφα τον μωρή σαλαμάνδρα!!!

(από gaidouragathos, 16/08/11)Τύφλα να\' χει η πεσκανδρίτσα... (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουτανγαμών (< πουτάνα + γαμών) αναφέρεται στον συστηματικό θαμώνα οίκων ανοχής και γενικώς σε όποιον αρέσκεται να συνευρίσκεται με πόρνες.

Καθώς παραπέμπει στον Φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, προσδίδει αίγλη σχετικά με την γνώση και την εμπειρία στον πληρωμένο έρωτα.

- Λοιπόν ετοιμάσου έρχεται ο Άρης να μας κυκλοφορήσει στα πιο πονηρά στέκια του πληρωμένου έρωτα.
- Ξέρει από τέτοια;
- Ο Άρης; Εννοείται, μεγάλος πουτανγαμών!

Τουταγχαμών: έρεψε από το πολύ... (από Vrastaman, 14/03/10)Πάει με Τουτανπροσιούττο (από Vrastaman, 15/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της.

Ο Θόδωρος ξεκώλιασε το μουνί του της προάλλες.

Δες ακόμη: ξεκωλόμουνο, ξεκωλοπατόμουνο, -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified