Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.
Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.
Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.
Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.
Got a better definition? Add it!
Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:
Τα χέσε-μέσα-γάμησέ-τα-κι-άφησέ-τα πρόσωπα, πράματα και καταστάσεις.
Βλ. και την παράλληλη κατασκευή χυσαμόλα.
1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...
2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.
3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.
4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.
5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;
Got a better definition? Add it!