Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Ίχνη τροχοπέδησης – πλάγιας ολίσθησης στο εσώβρακο απο αδέξια μανούβρα του κώλου (διότι ο φέρων δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς κάθε στιγμή κλπ-κλπ που λέει κι ο ΚΟΚ).

Αγγλιστί: Skid mark.

- Θα βάλω πλυντήριο με άσπρα, έχεις τίποτα για πλύσιμο;
- Κοίτα στο καλάθι...
- Α, καλά! Αυτό το σώβρακό σου με το κωλοφρενάρισμα στη μέση, θα το βάλω με τα σκούρα. Κοίτα ’δώ, Monza το’ κανε το σώβρακο, να σε χαίρεται η μανούλα σου, λεβέντη μου!
- Δε γαμείς...

κωλο-μπαντιλίκια... (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζουμί (διάφορα υγρά) που μπορούν να προκύψουν (στάξουν, καταποθούν, παρθούν) απ' τον πρωκτό.

Βλ. καμιά τσόντα ή αναζητήστε κανένα πρωκτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.

Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.

- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!

Περίπτωση εξευτελισμού, όπως λέει ο ορισμός. (από Khan, 15/09/11)Νίκος Κωνσταντινίδης (από Khan, 05/01/15)

Βλ. επίσης: καραφλάζ, φλοκάτη, πατέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωτερικός δακτύλιος της κλανοβαλβίδας.

Θα μπορούσε επίσης να προσδιοριστεί ως το τμήμα εκείνο του πρωκτού που επιδέχεται αποτρίχωση και πρωκτολειχία. Εν γένει πάντως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κώλου ή της κωλοτρυπίδας, σε εκφράσεις όπως «μού’ χει φύγει το περικλανίδιο», «θα σου σκίσω το περικλανίδιο» κ.ο.κ.

  1. Helpppp!!! Το αγορι μου θελει διαρκως να αεριζεται (να κλανει) Απ.: Η πιο γρήγορη μέθοδος εξέτασης, είναι να καθήσει γυμνός πάνω στο αλεύρι. Αν ο οπτικός έλεγχος στο αλεύρι, δείξει ανοιγμένο περικλανίδιο, τότε αμέσως στον πρωκτολόγο να εξεταστεί με κωλομπινεδισκόπιο! εδώ.
  2. ...και επίσης έσπασα τον περικλανίδιο παρθενικό οπισθοδακτύλιο του Νώντα... από τότε είναι ανοιχτός για όλους.
    (από το δίχτυ ομοίως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε συγγρουσιακά πανηγύρια και στις μοιραίες συνέπειες αυτών. Κυριολεκτικά, τουλάστιχον.

Συγγρού αποκαλείται πλέον το κόμμα της Νέας Δημοπρασίας, μετά την πρόσφατη μετεγκατάστασή του από την Ρηγίλλης. Quelle déchéance!

- Τρία πουλάκια κάθονται στη Συγγρού. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να σηκώνει τα χέρια ψηλά, οι προτάσεις που κομίζει το έτερο κόμμα εξουσίας επιτείνουν την απογοήτευση σε όσους ήλπιζαν ότι η κρίση θα έβαζε επιτέλους ταφόπλακα στη φαυλότητα της μεταπολίτευσης.
(εδώ)

- Οικονομικό κραχ στη Συγγρού. Δυσκολεύεται ακόμη και για την πληρωμή του ενοικίου στον ιδιοκτήτη των νέων της γραφείων και αναζητεί επειγόντως ένα... μνημόνιο με τις τράπεζες
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:

  • Στον κάθετο άξονα, που είναι και η γλαφυροτέρα μορφή. Στην περίπτωση αυτή η δύσμοιρη κάτοχος του βυζοσέτ έχει ανισομερώς κρεμαστά μεμέ. Έτσι το ένα παραμένει ημιθελκτικό ενώ το άλλο φλερτάρει επικίνδυνα με τον αφαλό.
  • Στον οριζόντιο άξονα. Στην μορφή αυτή μόλις επιτύχεις το γδύσιμο της αλληθωροβύζας συνήθως γκριματσώνεσαι σαν να δοκίμασες ληγμένο ζωντανό γιαούρτι. Ήτοι θωρείς 2 ρώγες η μία να βλέπει ανατολή και η άλλη δύση με αποτέλεσμα αντί για ανάπλαση ερωτικών εικόνων στον εγκέφαλο, ανακαλείς αποσπάσματα από βιντεοσαβούρες-ταινίες του 1980 με ψευτοαλλήθωρους που συνήθως είναι και κεκέδες. Η αλληθωροβύζα έχει συνήθως αχλαδάτα στήθη δυσανάλογα με το σώμα της σε κάθε οψιόν δυσαναλογίας.

- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πορδής που αμολιέται μέσα σε ανελκυστήρα, και η φρίκη είναι να την έχουν αμολήσει στο ισόγειο και εσύ να πρέπει να πας στον όγδοο! Τρεις πιθανότητες υπάρχουν: α) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων, οπότε αν είναι μόνο ένας και δεν είσαι εσύ, ξέρεις τον ένοχο (κι αυτός / αυτή τον ξέρει, κι ας παριστάνει τον μπιλμέμ), β) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων μεταξύ περισσοτέρων από δύο, οπότε όλοι κοιτάζονται, και άντε να βρεις το φταίχτη, γ) να την έχει αφήσει κάποιος που ήδη βγήκε, επίτηδες συνήθως, με στόχο να φρικάρουν αυτοί που θα μπουν μετά. Το τελευταίο έχει πολύ γέλιο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα!!! Ο όρος βασίζεται σε λεξιπλασία, κατά το κομπολογάτη.

- Πάμε από τις σκάλες ρε!
- Όχι πάλι σκάλες, έπηξα.
- Καλά...
(μπαίνουν στο ασανσέρ)
- Τι βρωμάει ρε παπάρα; Έκλασες;
- Μπας κι έκλασες εσύ μωρή άρρωστη;
- Ούτε εγώ έκλασα, μα τον Δία!
- Τότε κάποιος καριόλης άφησε ασανσεράτη... Ωωχ, πάτα να βγούμε στον επόμενο όροφο γρήγορα.

(από Vrastaman, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified