Το στοματικό σέξ που κάνει ο άντρας στη γυναίκα με περιστροφική κίνηση της γλώσσας (όπως η προπέλα).

- Και που λέτε την βάζω κάτω και της βγάζω το εσώρουχο και την αρχίζω στην προπέλα...
- Άσε ρε ψεύτη που πήγε μαζί σου η κοπέλα! - Λες και έχεις κάνει ποτέ στοματικό σε γυναίκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή χωρίς δόντια.
Είναι το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα προσεκτικά χωρίς να «δαγκώνει». Υποτιμητικά κυρίως αν κάποια μεγάλη σε ηλικία κάνει στοματικό σε νεότερό της.

- Καλά ρε μαλάκα πήγες με την διευθύντριά σου; Αυτή σου ρίχνει 20 χρόνια! - Ναι αλλά κάνει ένα στοματικό άλλο πράγμα.. - Κατάλαβα.. Αμασέλωτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.

Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.

Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.

Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.

-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!

(από joe909, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πούτσο μου λουλούδια: Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση «στ’ αρχίδια μου», αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις στο SLANG.GR;
- Φίλε εγώ γράφω ό,τι γουστάρω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published