Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

Got a better definition? Add it!
α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.
β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.
Προέλευση:
Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.
- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

Got a better definition? Add it!
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!