Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.

Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.

- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..

Αναπαράσταση μουλαριού που μεταφέρει ναρκωτικά (τσιμπημένη από ρατσιστικό άρθρο κατά Αλβανών).  (από Khan, 21/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλήτικη έκφραση που σημαίνει σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι.

Οι οφθαλμικές κόγχες που φιλοξενούν τους οφθαλμικούς βολβούς στον άνθρωπο είναι, ως γνωστό, δύο και οποιαδήποτε νέα οπή στο κρανίο παρομοιάζεται με τρίτο μάτι.

Πολύ κελάηδισμα κάνει μέσα από τη φυλακή, και θα βρεθεί κι αυτός με κάνα τρίτο μάτι.

(από allivegp, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified