Αυτοκτονώ. Προφανούς ετυμό < τουρκ. kubur > κουμπούρι = πιστόλι. Απαντάται βασικά στην προστακτική "άντε κουμπουριάσου"= ψόφα, κάνε μας τη χάρη ν' αυτοκτονήσεις, άντε πέθανε ρε.

Αυτή η ευγενής προτροπή είχε για πρώτη φορά υποπέσει στην οξύτατη αντίληψή Μου στα '80ζ. Στον Καρκαβίτσα που παραθέτω στα παραδείγματα το ρήμα έχει την σημασία μονομαχώ.

Και τωρα εγω πρεπει να ανακαλυψω "τι" και "που" εγραψες ? Δεν κουμπουριαζομαι καλυτερα ... εδώ

γιατί να συσπειρωθώ μαζί σου? Μη χάσεις τα συμφέροντα σου? Δε με νοιάζουν ,πόσο πιο απλά να το γράψω? Αντε κουμπουριάσου μόνος σου με τις "δυνάμεις" που σε κυνηγάνε. εκεί

Ρε αντε κουμπουριασου καπουλαριστα πρωι-πρωι βλακοκλητηρα παραπέρα

Αλλ' οι Κραβαρίται δεν ηρκέσθησαν έως εδώ. Μ' έστειλαν δύο προσκλήσεις μονομαχίας μέχρι τούδε, κι εγώ διόρισα τον Ρούκην μαρτυρά μου κι είναι πιθανόν μετά την λήξιν της ποινής μου να κουμπουριασθούμε.

Εδώ, από αλληλογραφία του Καρκαβίτσα με τον Κ. Χατζόπουλο, σχετικά με τις απειλές που είχε δεχτεί ο πρώτος από τους κραβαρίτες μετά τη δημοσίευση του Ζητιάνου το 1897.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified