μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:

  1. Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).

    Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.

  2. Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.

    Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
    "Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
    πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."

Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση

"θά'χετε ρέφες"

με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).

Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified