Το παιδί που η σύλληψή του έγινε μετά την τρίτη εκσπερμάτωση, με αποτέλεσμα να βγει αδύνατο, ασθενικό, ανίκανο για οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία...

Ρε δεν ντρέπεσαι! Έβαλες το απογαμίδι να τραβήξει τη μάνικα και εσύ έμεινες στον αυλό;

Βλ. επίσης: μισοριξιά, μισοχυσιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμπτήρ χαμηλής εντάσεως που ανάβει τα βράδια σε θαλάμους στρατοπέδων, χρώματος κόκκινου και έτσι συνειρμικά πήρε και το όνομα του (αν είναι άλλο χρώμα δεν έγινε και τίποτα).

Χρησιμοποιείται για να ετοιμάζονται οι σκοποί χωρίς να ανάβουν τα φώτα του θαλάμου, να πηγαίνουν για κατούρημα οι κοιμισμένοι και για να μην κουτουλάει στα κρεβάτια ο θαλαμοφύλαξ.

Παλιός: Σβήσε ρε πüστόνεο τα γαμοφώτα!
Πüστόνεο: Εε...και τον πουτανιάρη;
Παλιός: ...Είσαι μαλάκας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified