Ο τύπος που χώνεται εκεί που δεν το περιμένεις, με την καλή έννοια και όχι με αυτή του ριφιφί ή του πηδήκουλα. Ρεμπελόσκυλο, προσπαθεί να ζήσει με αρπαχτές (βλ. τζίτζικας). Τύπος που χρίζει προσοχής, συνήθως ευγενικός και πάντα χαμογελαστός.

Άνευ παραδείγματος...............στέρεψα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος χαρακτηρισμός του μάγκα πίσω από το πι-σι (pc). Είναι ο πουλών [μαγκιά] και έξτρα γαμίκουλας ο οποίος συνήθως σερφάρει σε τσατ ρούμς χρησιμοποιώντας μερικές φορές και γυναικείο νικ.

Ο ίδιος τύπος θεωρεί τον εαυτό του Μάστερ του σεξ, υπέρτατο εραστή και όλα τα συναφή, ξεχνώντας ότι η μαλαπέρδα του δεν ξεπερνά τα 11εκ με ή χωρίς τακούνια.

Τσάτ ρούμ :
Σίφης: μωρή είσαι να σε βάλω κάτω και να σου κάνω σέρβις στο τρακτέρ;
Σόνια: άχ είσαι πολύ πρόστυχο αγόρι, αγρότης είσαι;
Σίφης: όχι, απλά αγάμητος κάνα 8μηνο και κάνω σεμινάρια βιοκαλλιέργειας μπας και τινάξω καμιά αχλαδιά.
Σόνια: Μωρή πιτσιπόρδης είσαι και σύ και με κόλασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσίχλα που πετάει σαν γεράκι; είναι το γεράκι που μασάει τσίχλα; είναι είδος πουλιού με μπερδεμένο DNA; είναι απειλούμενο είδος πτηνού;

Τίποτα από τα άνω. Λέγεται ο καριόλης που κατάφερε να κλέψει το πορτοφόλι σου από το μετρό χωρίς να το πάρεις χαμπάρι...

- Τάσοοοοομμ μι κλέψαν του πορτουφόλ απου του μετρού. - αχχχχ Τασούλαμμμ, τσιχλουγέρακου ου τίπουςςς τσιχλουγέρακούυυυυυ...

Το δόκιμο τσιχλογέρακο (αν δεν απατώμαι) (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος επιθετικός προσδιορισμός κατά τον οποίο οι φιλόσοφοι τά 'χουν κάνει όντως μουνί προσπαθώντας να αποδείξουν αν η φράση είναι θετική ή αρνητική ως προς τον προσδιορισμό της. Τελικά το μουνί είναι καλό ή κακό; μας αρέσει ή μας απωθεί;

Αααα μουνί τάκανες. - Είσαι θεόμουνο μανάρι μου - τι μουνάρα είσαι εσύ παιδί μου ; - απαπαπα σαν μουνί καπέλο είσαι - το μουνί της μάνας σου - και άλλα διάφορα που κατά καιρούς μπερδεύουν άπαντες τους κατέχοντες πουλάκι.......

βλ. και μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανώτερο είδος άντρα, αυτός που κατάφερε να πηδήξει χωρίς να κουνηθεί καθόλου (βλ. «άραξα»). Απαντάται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καθώς και στους 300 της ελληνικής Βουλής.

Λέγεται ότι ο πρώτος Αραξοπηδίκουλας ήτο ο πρώην πρωθυπουργός Γιωργάκης ο οποίος κατάφερε χωρίς να κάνει τίποτα να πηδήξει σχεδόν 10 εκατ. έλληνες.

- Σούλα, έλα να μου κάτσεις μωρή. Άφησα τα ευρούλια στο κομοδίνο. - Αμέσως Νικολάκη μου, πού θα βρω καλύτερο πελάτη... πασάκα μου εσυ. ΠΗΔΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΥΡΩ.!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στιγμή που ο συνουσιαζόμενος διακατέχεται από αίσθημα βλαχιάς και προσπαθεί να δώσει οδηγίες στο έτερο του ήμισυ προκειμένου να έρθει σε οργασμό. Αναφωνείται φωναχτά, αλλάζοντας το πρώτο φωνήεν σε ου: ρουβοοοοοόλα το.

Ρουβοοοοόλα το μαναραααααάμ! (κοινώς: «χύσε μωρό μου«).

(από Khan, 15/04/13)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified