Σεξουαλική πράξη συνισταμένη στην τοποθέτηση του οσχέου στο στόμα, πρόσωπο ή κεφάλι σεξουαλικού συντρόφου. Χρησιμοποιείται και ως πράξη υποταγής ή εξευτελισμού του υποκειμένου. Πολύ διαδεδομένη στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, επίσης, όπου ο παίκτης που σκοτώνει τον αντίπαλό του «πικάρει» αυτόν επικαθήμενος τοιουτοτρόπως στο άψυχο σώμα αυτού. Η προέλευση της λέξης προφανής (tea=τσάι + bag=σάκος).

- Τι έγινε χτες με το γκομενάκι;
- Την ξεφτίλισα, έβγαλα όλο μου το άχτι, από teabag μέχρι πουτσοσκάμπιλα και δε συμμαζεύεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified