Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.
Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.
Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.
Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.
Got a better definition? Add it!
Από το μπρο (αγγλιστί brother), και το λόκο (ισπανιστί loco)
Πού 'σαι ρε μπροκολόκο?!?
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.
Got a better definition? Add it!
ντεκαντάντσια, ντεκαντανσαρία, ντεκαντανσιανός
Όπως και η ντέκα, οι λέξεις αυτές προέρχονται "από την γαλλική décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς»".
Στα ισπανικά προφέρεται έτσι και μάλλον από κει πήραμε την συνώνυμη ντεκαντάντσια. (Ακριβώς το ίδιο προφέρεται και στα ρωσικά (декаданс), γιαυτό σκέφτομαι μήπως επέδρασε κι εδώ η κουκουσλάνγκ...).
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα δάνεια απ' την ξένην και μπαίνει μπρος το ελληνικό γλωσσικό δαιμόνιο, ώστε να δημιουργηθεί η ντεκαντανσαρία και ο ντεκαντανσιανός που φέρνουν προς λουμπεναρία και λουμπενικός, αντιστοίχως.
Η ντεκαντανσαρία εκτός από καραπαράκμα έχει επιπροσθέτως και μια κάποια προίκα κιτσαρίας, ενώ με την προσθήκη της κατάληξης -ανός, δημιουργείται εύκολο επίθετο για χρήση όπου δει.
παρακμή, ντεκαντάντσια, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ (εδώ)
3η φορά στα Σκόπια (που ζηλευεις) κ η ίδια μελαγχολία με έπνιξε. ντεκανταντσια, όχι γοητευτική #balkan_trip
"Ντεκαντάντσια και ιντελιγκέντσια", πούλεγε κι ο αείμνηστος Ζαχαριάδης. Κρίμα. (εδώ)
...πρεπει να ταπεινωθουμε για λιγο .... το κοκορετσι ειναι μια αγνη βουκολικη και καθαρα Ελληνικη ντεκαντάντσια ... Θελω να ντυθω Γκολφω κ να ψαχνω στα λημερια να ταίσω τον Κιτσο , κρατωντας μια σουβλα κοκορετσι. (εδώ)
Συγνώμη, αλλά η δική σας πλευρά τί έχει να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα; Δε λέω, τζόβενο, τυλιγμένο με σεντόνι, αγνό και αθώο, με το μαλλάκι του, με το μουσάκι, αλλά άντε να το κάνεις γούτσου μία, άντε δύο, μετά; Ενώ το ανταγωνιστικό πακέτο περιλαμβάνει φωτορυθμικά, ηχητικά εφέ, ντεκαντάντσια, τζέρτζελο. Απλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. (phorum, RE: θα θέλατε να υπάρχει θεός;)
ειμαι επαρχιώτισσα εγώ παιδί μου δεν τη μπορώ αυτή τη ντεκαντανσαρία που αργώ 3 ποτά στο γύρω-γύρω (εδώ)
"Είμαι ντεκαντανσιανό ακαουν?” Τι τα θες; μια ζωή στο ντεκαντάνς ήταν η καύλα. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Εκδοχή της κοινής πουτάνας.
Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).
Βλ. και πουτί.
Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ισπανικά και κλαρίνο, δηλαδή, βυζομαλακία και τσιμπούκι, είναι το δίπτυχο μόρφωσης και καλλιέργειας των θηλέων νέας κοπής που βρίσκεται στον αντίποδα του «γαλλικά και πιάνο» (ενώ είναι συνώνυμο του σλανγκοπολιτογραφημένου ειρωνικού με γαλλικά και πιάνο). Στα διαδίχτυα η φράση κυκλοφοράει κυρίως σε συμφραζούμενα μιζερομίζερων ανδρών που ξιφουκλούν επειδή τα καλά κορίτσια όταν μεγαλώσουν εξελίσσονται εις πουτάνας.
Αυτό που μου αρέσει στην έκφραση είναι ότι ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα σεξουαλικά νοήματα μια χαρά στέκει ως περιγραφή ενός λατέρνατιβ λαϊφο-στάιλ.
- Αυτή μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο αλλά με το που πήγε φοιτήτρια το γύρισε σε ισπανικά και κλαρίνο. - Θες να πεις ότι όταν πέρασε Γιάννενα ανακάλυψε την ηπειρώτικη ρίζα μέσα της, αλλά πήγε εράσμους για να βελτιώσει τη γλώσσα;
Διάπλαση των παίδων: αργκό και τουμπερλέκι, γαλλικά και πιάνο, ισπανικά και κλαρίνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν ηξεύρω αν πρόκειται περί επιθετικού προσδιορισμού, επιρρήματος ή επιφωνήματος, αλλά αναμφισβητήτως έχει εμφατική έννοια.
Διά του παρόντος λήμματος επιφορτίζω τους σύσσλανγκους με το ετυμολογικό καθήκον της επιλογής μεταξύ του τουρκικού επιτατικού kara- και του ισπανικού έκπληκτου caramba.
Γνωρίζω την έκφραση παλαιόθεν, μάλιστα την έχω γιά αρκετά διαδεδομένη. Όμως τα διαδικτυακά ευρήματα είναι παραπάνω από φτωχά. Δε γουστάρω να λινκάρω στο μοναδικό σάιτ / κείμενο που γουγλίζεται η λέξη.
Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής μίας πολύ βήτα γκόμενας. Προέρχεται από παράφραση του Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου τη θέση του Ντε Τζανέιρο παίρνει, τιμής ένεκεν, το Μπουρνάζι με την αντίστοιχη κατάληξη.
Α: - Πού πάει έτσι η γκόμενα ρε ψηλέ;
Β: - Έσκασε με charter από Ρίο Μπουρναζέιρο!
Got a better definition? Add it!
Ο λημματογράφος, από την υπεύθυνη δημόσια θέση που κατέχει, διαψεύδει κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες :
α) Υπήρξε ποτέ ή υπάρχει πολυεθνική Εταιρεία με το όνομα Miesens.
β) Η εν λόγω Εταιρεία είχε / έχει θυγατρική στην Ελλάδα.
γ) Ο φερόμενος ως πρόεδρος της υποτιθέμενης θυγατρικής της προειρημένης ανύπαρκτης Εταιρείας τηγκανά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και για ασαφείς λόγους από την Ελλάδα προς γερμανόφωνη χώρα της Β. Ευρώπης.
δ) Γόνος επιφανούς Έλληνα πολιτικού δέχτηκε ως δώρο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό από την (είπαμε) ανύπαρκτη Εταιρεία.
Επιπλέον, ο λημματογράφος, με την αίγλη του Καθηγητού Γλωσσολογίας, καταρρίπτει άπαξ και δια παντός τα φληναφήματα σύμφωνα με τα οποία η λημματογραφούμενη λέξη γράφεται κομπραδώρος ως δήθεν προερχόμενη από το όνομα εξωτικού ερπετού με ισχυρότατο δηλητήριο και την ελληνική λέξη δώρο.
[...]η λέξη, βλέπετε, ανήκει στο λεξιλόγιο των κομουνιστών [...]
Η λέξη είναι comprador από τα πορτογαλικά, και σημαίνει κανονικά «αγοραστής» (ίδια και στα ισπανικά, compratore στα ιταλικά). Στην Κίνα οι κομπραδόροι ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Στα νεοαποικιοκρατικά καθεστώτα η τάξη αυτή (comprador class, comprador bourgeoisie, comprador capitalists) εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του διεθνούς καπιταλισμού, για να βλογάει και τα δικά της γένια. This way please.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified