Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντρική σαγιονάρα με λεπτό ιμάντα 4-1, επίσης πέδιλο αντρικόν με λεπτό κορδόνι. Η λεπτότητά του μας θυμίζει τα γυναικεία στρινγκς που αντί για κώλο εφάπτονται στα κενά ανάμεσα στα δάκτυλα του ποδιού. Θέαμα όχι αντάξια ερεθιστικό, ειδικά αν ο θύτης είναι στην κατηγορία του βερμουδιάρη.

Σκάει ο Μήτσος με ποδόστριγκο και φραπέ γλυκό με γάλα, ήμαρτον ρε μλκα, στο 1992 είμαστε;;

Got a better definition? Add it!

Published