Λέγοντας «πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα», υποδηλώνουμε την προσπάθεια που κάνουμε για να υλοποιήσουμε ένα εγχείρημα που είναι υπεράνω των δυνατοτήτων μας. Η έκφραση μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που πρέπει να σηκώσουμε υπερβολικά μεγάλο βάρος για τις δυνατότητες μας αλλά και σε συναφείς περιπτώσεις.

Λέγοντας «κι έμεινα με τα μάρμαρα», υποδηλώνουμε την ανεπιτυχή έκβαση του εγχειρήματος μας ή/και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια εξαιτίας αυτού. Η δυσμενής αυτή συνέπεια μπορεί να αφορά τον άνθρωπο ή το αντικείμενο που προσπαθούμε να σηκώσουμε, οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να πάθει ζημιά εξαιτίας του εγχειρήματος καθώς και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια μπορεί να προκληθεί στην υγεία (είτε αυτού που επιχειρεί το εγχείρημα, είτε κάποιου άλλου που μπορεί να βρίσκεται στο χώρο).

Με τη φράση εκφράζεται η αγανάκτηση κάποιου με τον εαυτό του για τα αποτελέσματα του αναφερόμενου εγχειρήματος. Εγχειρήματος που πολλές φορές δε θα μπορούσε να αποφευχθεί (βλ. παράδειγμα)

- Άστα... είχε πέσει η μάνα μου και προσπαθώντας να τη σηκώσω έπαθα λουμπάγκο.
- Είναι παχιά η μάνα σου;
- Ζυγίζει 120 κιλά. Παρόλο που πήρα τα κατάλληλα μέτρα, δε θα μπορούσα να αποφύγω το μοιραίο. Την έχω πάθει και παλιότερα
- Καλά δεν υπήρχε κανείς να σε βοηθήσει;
- Απολύτως κανένας... Άστα μην τα ψάχνεις. Άστα... Πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα κι έμεινα με τα μάρμαρα.

Παρθενώνας (από GATZMAN, 09/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H φράση προέρχεται από γνωστό τηλεπαιχνίδι που παιζόταν παλιότερα στο Mega με παρουσιάστρια την Έλενα Ακρίτα και αποτελούσε μεταφορά του ομώνυμου κουίζ σόου του BBC με τηλεπαρουσιάστρια την Αν. Ρόμπινσον. Η τελευταία είχε κερδίσει τον τίτλο της πιο στριμμένης τηλεοπτικής πρωταγωνίστριας. Η ελληνική έκδοση ξεκίνησε το 2001 και η Έλενα Ακρίτα κινείτο σε αντίστοιχη ρώτα με την Αν. Ρόμπινσον και γι' αυτό ο Μητσικώστας είχε σατιρίσει δεόντως το αυστηρό και βλοσυρό ύφος της. Τα σκηνικά του παιχνιδιού ήταν σκούρα. Οι παίκτες έπαιζαν ως ομάδα και στο τέλος κάθε γύρου καλούντο να επιλέξουν τον παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Τόσο το στυλ της πρωταγωνίστριας, όσο και τα σκηνικά του παιχνιδιού, δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η χαρακτηριστική φράση με την οποία η παρουσιάστρια εκτελούσε τον παίκτη ήταν: «Λυπάμαι, είστε ο πιο αδύναμος κρίκος». Στο τέλος διαγωνίζονταν μεταξύ τους οι δυο εναπομείναντες με στόχο να προκύψει ο νικητής.

Άρα η έννοια του όρου βασίζεται στην εύρεση του αδύναμου κρίκου της ομάδας. Η εύρεση δηλαδή του παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Αντίστοιχα, όταν λέμε πως κάποιος είναι ο αδύναμος κρίκος, θεωρούμε πως τα αποτελέσματα ή οι επιδόσεις του υπολείπονται των άλλων και τον καλούμε ή να διορθωθεί ή να αποχωρήσει. Επίσης λέγοντας τη φράση, μπορεί να θεωρούμε πως η γνώμη του δεν ταυτίζεται με την άποψη της πλειοψηφίας και τον καλούμε να συμβιβαστεί με αυτή την άποψη ή να αποχωρήσει.

Η φράση αυτή λέγεται με χιουμοριστικό στυλ, ωστόσο διατηρεί μέσα της έναν τόνο, κάτι σαν ετυμηγορία, σαν πόρισμα, που παραπέμπει στο στυλ της τηλεπαρουσιάστριας. Συνήθως, μια τέτοια ανακοίνωση κρύβει στο background της συσσωρευμένη αντίδραση για την επίδραση του αδύναμου κρίκου στην ομάδα.

  1. Σε ορειβατική αποστολή, ο τελευταίος που δεν έχει σχέση με το άθλημα βρίσκεται μακριά από τους άλλους, αγκομαχεί και είναι καταϊδρωμένος. Ο αρχηγός της αποστολής τον παίρνει παράμερα και με χιουμοριστικό στυλ του λέει:
    - Θανάση μην το πάρεις προσωπικά, αλλά… είσαι ο αδύναμος κρίκος της ομάδος. - Γιατί το λες αυτό;
    - Ο καιρός χαλάει, σε λίγο νυχτώνει κι αν ακολουθούμε τους ρυθμούς σου δεν θα προλάβουμε να φτάσουμε σύντομα σε ασφαλές μέρος. Θα αντιμετωπίσουμε κίνδυνο. Γι 'αυτό λέω να την αράξεις στο καφενεδάκι που θα συναντήσουμε σε κανά πεντάλεπτο και να μας περιμένεις εκεί.

  2. - Ντίνα, μην το συζητήσουμε άλλο. Όλη η ομάδα θέλει να πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου. Μόνο εσύ θέλεις να πάμε στο καφέ της Χαράς. Άρα είσαι ο αδύναμος κρίκος. Οπότε, ή έρχεσαι μαζί μας ή... καληνύχτα.

(από GATZMAN, 28/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified