Είμαι άφραγκος. δεν έχω σάλιο. Δεν υπάρχει ούτε φλούδα στην τσέπη.
- Πώς πας οικονομικώς;
- Με δουλεύεις; μου λείπουν 99 ευρώ για να κάνω κατοστάρικο.
Είμαι άφραγκος. δεν έχω σάλιο. Δεν υπάρχει ούτε φλούδα στην τσέπη.
- Πώς πας οικονομικώς;
- Με δουλεύεις; μου λείπουν 99 ευρώ για να κάνω κατοστάρικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.
Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.
Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified