Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θηλυπρεπείς άρρενες, κοινώς ομοφυλόφιλους. Ο όρος προέρχεται από τη βόρειο Ελλάδα και πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοροϊδευτικά για άντρες που, για ποικίλους λόγους, δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν. Ακόμα σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον χέστη, τον φοβιτσιάρη.

- Ο Κώστας απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα σοκολατοθεραπείας.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν; Δεν περίμενα να μας βγει τέτοιος τζίρτζιφλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λεσβία που συχνάζει σε στριπτιτζάδικα και κωλόμπαρα.
  2. Λεσβία που το κωλώνει επειδή ο δάσκαλος είναι λιώμα.
  3. Λεσβία τίμια (βλέπε τίμιος).

π.χ. Φύγετε από εδώ είμαστε λεσβίες. Άκουσες ρε... Τίμιες λεσβίες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified