Το ίδιο με τα «αρχίδια». Χρησιμοποιείται σαν συντομογραφία.
-Ναι... σιγά μην φτάσουμε στην ώρα μας με τόση κίνηση... μύδια...
Το ίδιο με τα «αρχίδια». Χρησιμοποιείται σαν συντομογραφία.
-Ναι... σιγά μην φτάσουμε στην ώρα μας με τόση κίνηση... μύδια...
Got a better definition? Add it!
Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.
Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Ο αγαπημένος φίλος των ταξιτζήδων, λεωφορειατζήδων, νταλικέρηδων και γενικότερα του έλληνα οδηγού! Συναντάται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Μόλις τον αντιληφθούνε σπεύδουν να τον χαιρετίσουν ανοίγοντας την παλάμη και συνοδεύοντας τον χαιρετισμό με ένα μακρύ κορνάρισμα.
- Να ρε μαλάκα!!
Got a better definition? Add it!
Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.
Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.
Got a better definition? Add it!
Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.
Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ
Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.
Got a better definition? Add it!
Ή αλλιώς και ρόμπα ξεκούμπωτη (για περισσότερη έμφαση). Όταν κάποιος ξεφτιλίζεται μπροστά σε άλλους.
Got a better definition? Add it!
Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγκοραμμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.
- Του καριόλη του διπλανού θα του γαμήσω το ταμτιριρί αν ξαναπαρκάρει μπροστά στο γκαράζ!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για εξελληνισμένη λέξη που προέρχεται από την αντίστοιχη αγγλική «punk» η οποία συνοψίζει σημασιολογικά το look με σκισμένα ρούχα, αλυσίδες σε πρόσωπο και σώμα, μαλλί άλουστο και κατά προτίμηση βαμμένο ροζ ή πράσινο (χωρίς να είναι απόλυτη η επιλογή χρώματος), μουσική είτε μέταλ είτε ντίσκο των '80s κ.τ.λ. Βασικά χρησιμοποιείται υποτιμητικά από μη θιασώτες του συγκεκριμένου στυλ.
Σχετικό λήμμα: κατσαπάνκης
Αυτό το πανκιό την Αννούλα που ακούει Metallica μπροστά σε κόσμο και Πλούταρχο όταν είναι μόνη της, ποιος την κάλεσε πάλι;;;
Σχετικό: χαοτικός πάνκης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) Ο πολλά βαρύς, ο άντρακλας, αγριάνθρωπος, κάποιος συχνά βίαιος.
2) Ο μεταλλάς, ο πάνκης, κλπ με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
- Ρε μαλάκα, αυτός είναι κάφρος, μου γάμησε το σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για υποτιμητικό χαρακτηρισμό, ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες χωρίς στυλ ή απλούστατα χωρίς ίχνος αιτίας για να τις συμπαθήσεις. Συνώνυμο του «τσόκαρο, γκαζιέρα».
- Κάλεσα και την Μέλπω στο πάρτυ, ελπίζω να μη σε πειράζει αγάπη μου, ε;;;
- Εμένα τί να με πειράξει;;; Τους καλεσμένους όμως που θα τη δουν και θα ξαμοληθούν στους δρόμους να τρέξεις εσύ να τους φέρεις πίσω! Και εξηγούμαι από τώρα, δεν θα δικαιολογήσω σε καμία περίπτωση εγώ την παρουσία αυτού του πόμολου στο παρτάκι, οκ;
Δες και πετούγια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified