Further tags

Άντρας, 45, με καράφλα και ως επί το πλείστον με κοιλίτσα. Θα τον δεις να χαλβαδιάζει τρελοπίπινα και αν το αντέχει το πορτοφόλι του θα κυκλοφορεί με Mercedes, BMW κ.λ.π, κατά προτίμηση cabrio (βλ. γκομενοπαγίδα).

- Ρε συ, η Μαίρη δεν μοιάζει και πολύ με τον μπαμπά της...
- Το καινούργιο γκομενάκι της είναι. Μου θέλει και τρελοπίπινα ο μπιφτέκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει γυναίκες, οι οποίες ειναι τόσο άσχημες όσο ένας δράκος.

- Πωω πω! Κοίτα το μαλάκα με τι κυκλοφορεί!
- Ρε το δρακογάμη !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σάπια, η κατεστραμμένη γκόμενα. Συνήθως συνοδεύεται με τον επιθετικό προσδιορισμό μωρή για έμφαση.

  1. Πού πας μωρή σακαφιόρα;!

  2. - Αχ φιλενάδα πολύ κουράστηκα το Σ/Κ που πήγα Ρώμη με τον Μάκη...
    - Ουστ μωρή σακαφιόρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει έλλειψη πίστης σε απειλές που εκσφενδονίζονται από κάποιον άλλο.

- Θα σε σκίσω ρε πούστη!!!
- Θα μου κλάσεις (τ'αρχίδια)...

(από xalikoutis, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων και νομίζει ότι οι άλλοι τον συμπαθούν!

-Τά 'μαθες; Η Μαρία τά 'χει με τον Μπάμπη αυτήν την περίοδο!
-Με ποιον ρε; Μ' αυτόν τον βουρδούλιακα που τα πρήζει σε όλους και νομίζει ότι ειναι η ψυχή της παρέας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχος χαρακτηρισμός που ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις μπουχέσας και λεβιές. Αναφέρεται αποκλειστικά σε αρσενικά άβουλα όντα (συνήθως διψασμένα για κολπικά ύγρά) τα οποία δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε μια γυναίκα και καταλήγουν συνήθως όταν βρουν κάποια, να προσκολλώνται και να υποτάσσονται πλήρως σ' αυτή, ακολουθώντας πειθήνια τις επιλογές-προσταγές της. Πρόκειται επομένως για συνομοταξία ανδρών, άξια βασανιστικού και συμβολικού θανάτου (πνιγμός σε πισίνα με κολπικά υγρά).

- Τον βλέπεις βρε αχαΐρευτε τον Πέτρο τι ωραία που συμπεριφέρεται στην κοπέλα του;
- Χέσε μας ρε Τασία! Αφού μιλάμε για μπουχεσολεβιέ ολκής!

Βλέπε και βρακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο, ή αλλιώς για τους μάγκες και τους μάστορες η κωλόμπα, η λινάτσα.

- Πάτροκλε, έλα δω καλέ να σου δείξω την καινούρια μου κολεξιόν!
- Ίσα μωρή πετούγια!

Το πόμολο κυριολεκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προς αποφυγή εξύβρισης της Αειπαρθένου Μαρίας (Παναγίας).

Γαμώ την πανακόλα μου, γαμώ. Πάλι ο μαλάκας ο Σάκης δεν έβαλε βενζίνη στο αμάξι και μας βλέπω να μένουμε σε λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σκάει να δει τον δικό της σε στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι θα αναστατώσει.

(Σκοπός νο1) - Πσσςςςςςς κοίτα ένα ξέκωλο...
(Σκοπός νο2) - Στο ύψος σου ρε, γάμησέ το το ξεφτιλοπούτανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως αρχιδάμπουρας ή αρχιδαμός. Είναι μια πιο χαριτωμενιάρικη και αέρινη βερσιόν της λέξης σπαζαρχί, καθώς σου γεμίζει το στόμα χάρη στα ποικίλα σύμφωνα τα οποία την καθιστούν εύηχη.

Αρχέλαος: - Άσε... Πλέον ο Φραγκίσκος είναι πολύ αρχιδάμπουρ...
Βρασίδας: - Ναι, τον γαμημένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified