Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified